"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

'Επαινοι μαθητών μας στον 3ο Ελληνικό Διαγωνισμό «Γίνε επιστήμων του Cassini για μια ημέρα»


'Επαινοι μαθητών μας στον 3ο Ελληνικό Διαγωνισμό
Cassini - Huygens 2013

11η Διεθνή Έκδοση του Διαγωνισμού Επιστημονικής Έκθεσης της NASA
«Γίνε επιστήμων του Cassini για μια ημέρα»
    Το σχολείο - Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο & Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο Νεάπολης Θεσσαλονίκης - μας συμμετείχε στο διαγωνισμό με τέσσερεις μαθητές της Β΄ Λυκείου της σχολικής χρονιάς 2013-2014 (Παντελή Βουλγαράκη, Διονύση Βλαχόπουλο, Νικόλαο Μιχαηλίδη και Ιωάννη Καμπανό). Πρόκειται για παγκόσμιο διαγωνισμό CASSINI - HUYGENS -  ''Γίνε επιστήμονας του Κασίνι για μια μέρα''.
    Η αποστολή Cassini-Huygens είναι ένα διεθνές πρόγραμμα μεταξύ της NASA, ESA και ASI διαστημική υπηρεσία της Ιταλίας για τη μελέτη του γίγαντα πλανήτη Κρόνου των δαχτυλιδιών του και τα φεγγάρια του. Το διαστημικό σκάφος Cassini τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον Κρόνο το 2004, μετά από ένα ταξίδι του από σχεδόν επτά χρόνια από τη Γη. Τον Ιανουάριο του 2005, η βολίδα Huygens προσγειώθηκε στην επιφάνεια του Τιτάνα, το μεγαλύτερο φεγγάρι του Κρόνου. Το Cassini συνεχίζει να παρέχει μια πληθώρα δεδομένων για τους επιστήμονες και ένα μέρος του χρόνου των συσκευών του διαστημικού σκάφους έχει προβλεφθεί να υπάρχει διαθέσιμο, για να βοηθήσει τους νέους ανθρώπους να μάθουν για το πώς οι διαστημικές συσκευές επεκτείνουν τους μαθησιακούς ορίζοντές μας. Οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κλήθηκαν να μελετήσουν τρεις πιθανούς στόχους για το σκάφος Cassini, για να λάβει τις εικόνες του, και να αποφασίσουν ποιος πίστευαν ότι θα αποφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα στην αστρονομία. Οι τρεις επιλεγμένοι στόχοι   ήταν :
    • Ο δορυφόρος Πάνας,φεγγάρι του Κρόνου
    • Ο δακτύλιος F
    • Ο πλανήτης Κρόνος μαζί με το σύστημα δακτυλίων του
    Οι μαθητές του σχολείου μας, συνεκτιμώντας τα δεδομένα που είχαν στη διάθεσή τους, πρότειναν και αιτιολόγησαν σε ποιο συγκεκριμένο στόχο έπρεπε να στραφούν οι κάμερες του διαστημικού σκάφους Cassini-Huygens (κοινή αποστολή τηςNASA/ESA) – το οποίο εξερευνούσε τον Πλανήτη Κρόνο – προκειμένου η συγκεκριμένη διαστημική αποστολή να αποφέρει περισσότερες πληροφορίες και επιστημονικά οφέλη για την ανθρωπότητα. Την επιστημονική και παιδαγωγική επίβλεψη είχε ο καθηγητής του σχολείου μας κ. Μιχάλης Τσεκουνάρης. Στους μαθητές μας για τη συμμετοχή τους και την προσπάθειά τους αυτή απονεμήθηκε Έπαινος

    ΠΗΓΗ : http://lyk-ekkl-neapol.thess.sch.gr/index.php/drastiriotites/sxolikes-simetoxes/306-3-diagvnismo-cassini-huygens-2013.html


    Διάκριση του Σχολείου μας 2o Βραβείο στο Διαγωνισμό της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης με θέμα: «1912-2012. Εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης».


    Δεύτερο βραβείο απέσπασε ο μαθητής της Α΄ Λυκείου του Σχολείου μας - Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο & Γενικό Εκκλησιαστικό Λύκειο Νεάπολης - Χατζηδανιήλ Παναγιώτης, στο διαγωνισμό που προκήρυξε η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης για τις σχολικές μονάδες της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, στα πλαίσια του εορτασμού για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Οθωμανικό ζυγό. Ο μαθητής μας διαγωνίστηκε στη κατηγορία του Video, δημιουργώντας μια όμορφη δεκάλεπτη ταινία για τη πόλη μας, η οποία έλαβε το δεύτερο βραβείο. Την παιδαγωγική ευθύνη της συμμετοχής στο διαγωνισμό είχε ο καθηγητής κ. Μιχαήλ Τσεκουνάρης.

    ΠΗΓΗ : http://lyk-ekkl-neapol.thess.sch.gr/index.php/drastiriotites/sxolikes-simetoxes/287-2st-prize-diagonismos-mitropolis-thessalonikh


    Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

    ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΝΤΑΜΗΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΕΡΓΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ


    Πρόγραμμα πεντάμηνης απασχόλησης ανέργων θα παρέχουν οι Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος σε συνεργασία με το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Η εγκύκλιος της 19ης Σεπτεμβρίου της Ιεράς Συνόδου, αναφέρει τα εξής : 

    Πρωτ. 3852
    Ἀριθμ. Διεκπ. 1728
    Ἀθήνῃσι 19ῃ Σεπτεμβρίου 2013

    Διά τοῦ παρόντος γνωρίζομεν ὑμῖν ὅτι τήν 17.9.2013 δημοσιεύτηκε ἡ ὑπ’ ἀριθμ. ΑΔΑ: ΒΛ9ΓΧ-ΝΨ2 ἀπόφαση τῆς Ὑπουργοῦ Διοικητικῆς Μεταρρύθμισης καί Ἠλεκτρονικῆς Διακυβέρνησης, κ. Π. Χριστοφιλοπούλου, σχετικά μέ τήν προώθηση τῆς ἀπασχολήσεως ἀνέργων σέ προγράμματα κοινωφελοῦς χαρακτήρα, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνονται ὡς ἐπωφελούμενοι φορεῖς καί οἱ Ἱερές Μητροπόλεις.
    Μέσῳ αὐτοῦ τοῦ ἐπιδοτούμενου προγράμματος παρέχεται ἡ δυνατότητα νά ἀνακουφισθοῦν οἱ ἄνεργοι, γιά τούς ὁποίους ἐξασφαλίζεται πεντάμηνη ἐργασία, ἐνῶ παράλληλα νά βοηθηθοῦν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις στό κοινωνικό, διοικητικό καί φιλανθρωπικό τους ἔργο καί στήν ἐν γένει προσφορά τους πρός τόν λαό.
    Ὡς ἐκ τούτου, καί κατόπιν συνεννοήσεως μέ τίς ἁρμόδιες Ὑπηρεσίες, σᾶς ἀποστέλλουμε σχετικό πίνακα, τόν ὁποῖο παρακαλοῦμε ὅπως συμπληρώσετε (ἀριθμό ἀτόμων πού θά ἀπασχοληθοῦν ἀνά βαθμίδα ἐκπαίδευσης καί εἰδικότητα, ὅπου χρειάζεται) καί ἐπιστρέψετε στήν Ἱερά Σύνοδο τό ἀργότερο μέχρι τίς 25 Σεπτεμβρίου 2013, προκειμένου τά συνολικά αἰτήματα τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων νά διαβιβασθοῦν ἁρμοδίως.
    Γιά σχετικές πληροφορίες μπορεῖτε νά ἐπικοινωνεῖτε μέ τό Γραφεῖο Προσωπικοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (Ἀρχιμ. κ. Χερουβείμ Βελέτζας, τηλ. 210.72.72.219) ἤ μέ τή Συνοδική Ἐπιτροπή Κοινωνικῆς Προνοίας καί Εὐποιίας (Ἀρχιμ. κ. Τιμόθεος Ἄνθης, τηλ. 210.72.72.274).

    Ἐντολῇ καί Ἐξουσιοδοτήσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου

    Ὁ Ἀρχιγραμματεύς


    † Ὁ Διαυλείας Γαβριήλ



    ΠΗΓΗ : http://www.polispost.com/


    NEO ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ Ι.Μ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ - ΝΤΕΠΩ



    Νέο ενοριακό συσσίτιο εγκαινιάζεται τη προσεχή Κυριακή από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιμο, στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου - Ντεπώ, προς ανακούφιση των χειμαζομένων από την οικονομική κρίση συμπολιτών μας, στις 11:30 το πρωί. Θα προηγηθεί Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.




    ΠΗΓΗ : www.imth.gr 


    Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

    ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ ΔΕΝ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΜΑΖΙ, ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ


    "Ο χριστιανός έχει προορισμό να σηκώνει βαρύ σταυρό στη ζωή του. Είναι δύσκολο πράγμα να λες ότι πιστεύεις στον Κύριο και καλοπερνάς σ΄ αυτήν εδώ τη ζωή. Γιατί, όταν καλοπερνάς στη Γη, κάτι δεν πάει καλά με τον εαυτό σου, ενδιαφέρεσαι για το χρυσάφι της γης και όχι για τους θησαυρούς του ουρανού. Αλλά όταν σκέφτεσαι έτσι, βρίσκεσαι μακρυά από το θέλημα του Θεού. Χριστιανική ζωή και καλοπέραση δεν πηγαίνουν μαζί, είναι διαφορετικά πράγματα".

    ΠΗΓΗ  ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΛΑΣ, ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ π. ΠΑΪΣΙΟ, 2005, σ. 78.

    Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

    ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ - ΑΓΙΟΥ ΝΗΦΩΝΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ


    Μια βραδιά, αφού τελείωσε την καθιερωμένη νυχτερινή του προσευχή, ξάπλωσε να κοιμηθεί πάνω στις πέτρες του, όπως πάντα. Ήταν μεσάνυχτα και αγρυπνούσε ακόμη κοιτάζοντας το φεγγάρι και τα αστέρια στον ουρανό.
    Μόνος καθώς ήταν, αναλογίσθηκε τις αμαρτίες του και θρηνούσε γοερά, γιατί έφερνε στον νου του τη φοβερά ώρα της Κρίσεως. Έξαφνα βλέπει να αποτραβιέται το στερέωμα του ουρανού σαν σεντόνι. Και να παρουσιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε πελώριες διαστάσεις. Στεκόταν στους αιθέρες περικυκλωμένος απ’ όλες τις ουράνιες στρατιές: άγγελοι, αρχάγγελοι, τάγματα φοβερά και εξαίσια, παραταγμένα με κάθε συστολή.
    Ο Κύριος ένευσε στον στρατηγό του ενός τάγματος και εκείνος πλησίασε λαμπρός, φοβερός, μα και συνεσταλμένος:
    «Μιχαήλ, Μιχαήλ, άρχοντα της διαθήκης, παράλαβε με το τάγμα σου τον πυρίμορφο θρόνο της δόξης μου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί θα τον εγκαταστήσεις σαν πρώτο σημάδι της παρουσίας μου. Γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λάβει καθένας κατά τα έργα του. Κάνε γρήγορα, έφτασε η στιγμή. Θα δικάσω αυτούς που προσκύνησαν τα είδωλα κι αρνήθηκαν Εμένα τον δημιουργό τους. Αυτούς που λάτρεψαν τις πέτρες και τα ξύλα που τους έδωσα για τις ανάγκες τους. Όλοι τους θα συντριβούν ως σκεύη κεραμέως. Καθώς και οι εχθροί μου οι αιρετικοί που τόλμησαν να με χωρίσουν από τον Πατέρα μου. Που τόλμησαν να υποβιβάσουν σε κτίσμα το Παράκλητον Πνεύμα. Αλλοίμονό τους, ποια κόλαση τους περιμένει!.
    Τώρα θα εμφανισθώ και στους Ιουδαίους που με σταύρωσαν και δεν πίστεψαν στην θεότητά μου. Mου δόθηκε κάθε εξουσία, τιμή και δύναμη. Είμαι δικαιοκριτής. Τότε που ήμουνα πάνω στον Σταυρό έλεγαν: Ουά! Ο καταλύων τον ναόν… σώσον σεαυτόν. Τώρα, εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω. Εγώ θα κρίνω, θα ελέγξω και θα τιμωρήσω σκληρά το πονηρό και διεστραμμένο γένος, γιατί δεν μετάνοιωσε. Τους έδωσα ευκαιρίες να μετανοήσουν, αλλά τις περιφρόνησαν. Θα λάβω λοιπόν τώρα την εκδίκηση.
    Το ίδιο θα κάνω και στους Σοδομίτες, που βρώμισαν τη γη και τον αέρα με την δυσωδία τους. Τους έκαψα τότε. Και πάλι θα τους ξανακάψω, γιατί μίσησαν την ηδονή του Αγίου Πνεύματος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου.
    Θα τιμωρήσω και τους μοναχούς, τους άφρονες και σκοτισμένους, που μοιάζουν σαν θηλυμανή άλογα. Δεν αρκέσθηκαν στη νόμιμη συζυγία τους, αλλά στράφηκαν ανόητα στην μοιχεία και ο σατανάς τους έριξε δεμένους στην άβυσσο του πυρός. Δεν άκουσαν ότι φοβερό το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος; Δεν φοβούνται το εγώ το εμβρίμημά μου αποτελέσω εις αυτούς; Τους κάλεσα να μετανοιώσουν κι όμως δεν μετάνοιωσαν.
    Θα καταδικάσω και τους κλέφτες που έκαναν ένα σωρό κακά, ακόμη και φόνους! Και όλους όσοι έπραξαν πλήθος αμαρτιών. Εγώ τους χάρισα ευκαιρίες για να αλλάξουν αλλά δεν έδωσαν καμιά σημασία. Που είναι τα καλά τους έργα; Τους έδειξα τον άσωτο σαν τύπο και υπογραμμό – και πολλούς άλλους – για να μην αποθαρρύνονται στις αμαρτίες τους. Αλλ’ αυτοί καταφρόνησαν τις εντολές μου και με αρνήθηκαν. Αποστράφηκαν Εμένα και υποδουλώθηκαν στην αμαρτία. Ας πορευθούν λοιπόν 
    στη φλόγα που οι ίδιοι άναψαν.
    Αλλά κι όσους πέθαναν μνησίκακοι, θα τους παραδώσω σε φοβερό κλύδωνα. Γιατί δεν πόθησαν την ειρήνη μου, αλλά στάθηκαν στη ζωή τους θυμώδεις, πικρόχολοι και οργίλοι.
    Τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους και τους φιλάργυρους θα τους εξολοθρεύσω και θα ξεχύσω πάνω τους όλη μου την οργή, γιατί στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι κι Εμένα με αγνόησαν σαν να μη φρόντιζα γι’ αυτούς.
    Κι εκείνους τους ψευτοχριστιανούς, που ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών ή ότι γίνεται μετεμψύχωση, θα τους λειώσω στη γεέννα σαν το κερί. Τότε θα πεισθούν για την ανάσταση των νεκρών.
    Οι δηλητηριαστές, οι μάγοι κι όλοι οι όμοιοί τους θα βασανιστούν ανελέητα.
    Αλλοίμονο και σ’ αυτούς που μεθάνε, γλεντοκοπάνε με κιθάρες και τύμπανα, που τραγουδάνε, χορεύουν, αισχρολογούν και φαντάζονται πονηρά. Τους κάλεσα και δεν με άκουσαν, αλλά με καταγελούσαν. Τώρα το σκουλήκι θα τους κατατρώει την καρδιά. Σ’ όλους χάρισα έλεος και μετάνοια, μα κανένας δεν έδινε τότε προσοχή.
    Θα βυθίσω στο σκοτάδι κι όσους περιφρόνησαν τις Αγίες Γραφές, που τις έγραψε το Πνεύμα μου δια μέσου των αγίων.
    Θα κρίνω ακόμη κι αυτούς που ασχολούνται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες και στηρίζουν τις ελπίδες τους σε μαχαίρια, αξίνες, δρεπάνια κι άλλα παρόμοια. Τότε θα μάθουν ότι έπρεπε να ελπίζουν στον Θεό κι όχι  στα δημιουργήματά Του. Θα ταράζονται και θ’ αντιλέγουν τότε, μα δεν θα έχουν πια καμιά δύναμη, γιατί εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω.
    Θα τιμωρήσω και τους βασιλείς και τους άρχοντες που με πίκραιναν αδιάκοπα με τις αδικίες τους. Έκριναν άδικα και περήφανα περιφρονώντας τους ανθρώπους. Και αυτοί μεν πληρώνονταν. Η δική μου όμως εξουσία δεν δέχεται δωροδοκίες. Για την αδικία τους θα τους αφανίσω. Τότε θα καταλάβουν ότι εγώ είμαι ο φοβερός που αφαιρώ τις εξουσίες των αρχόντων. Θα καταλάβουν ότι είμαι φοβερότερος απ’ όλους τους βασιλείς της γης. Ουαί σ’ αυτούς! Τι κόλαση τους περιμένει! Γιατί έτριξαν τα δόντια τους κι έχυσαν αθώο αίμα, το αίμα των παιδιών τους και των θυγατέρων τους.
    Αλλά σε ποιαν οργή θα παραδώσω τους μισθωτούς, που δεν ήταν γνήσιοι ποιμένες; Που ρήμαξαν τον αμπελώνα μου και σκόρπισαν τα πρόβατά μου; Που ποίμαιναν χρυσάφι κι ασήμι – όχι ψυχές – και ζήτησαν την ιεροσύνη από συμφέρον; Πόση θα είναι η τιμωρία τους; Πόσος ο οδυρμός; Θα ξεχύσω πάνω τους όλο το θυμό και την οργή μου και θα τους συντρίψω. Πρόβατα και βόδια φθαρτά φρόντισαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά μου λογικά πρόβατα δεν τα νοιάσθηκαν. Θα τιμωρήσω με ράβδο τις ανομίες τους και με μαστίγιο τις αδικίες τους.
    Αλλά και τους ιερείς που γελούν η φιλονικούν μέσα στις αγίες εκκλησίες μου, τι θα τους κάνω; Θα τους συμμορφώσω στο πυρ και στον τάρταρο.
    Ήρθα κι έρχομαι. Όποιος έχει τη δύναμη ας με αντιμετωπίσει. Αλλά ουαί κι αλλοίμονο σ’ αυτόν που όντας αμαρτωλός θα πέσει στα χέρια μου! Γιατί καθένας θα εμφανισθεί ενώπιόν μου γυμνός και τετραχηλισμένος. Πού θα τολμήσει να φανερωθεί τότε η αναίδεια των αμαρτωλών; Πώς θ’ αντικρίσουν το πρόσωπό μου; Πού θα βάλουν τη ντροπή τους; Θα καταισχυνθούν μπροστά στις άχραντες Δυνάμεις μου.
     Θα κατακρίνω όμως κι όσους μοναχούς αμέλησαν τα καθήκοντά τους και πρόδωσαν τις υποσχέσεις που έδωσαν ενώπιον Θεού, αγγέλων και ανθρώπων. Αλλά υποσχέθηκαν κι άλλα έπραξαν. Απ’ το ύψος των νεφελών θα τους γκρεμίσω στην άβυσσο. Δεν τους έφτανε η δική τους απώλεια, αλλά προξένησαν ολέθριο σκάνδαλο και σ’ άλλους. Ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να μην απαρνηθούν τον κόσμο παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αισχρά, ανακατεμένοι με την ασωτία. Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω σ’ όσους δεν θέλησαν να μετανοιώσουν. Εγώ θα τους κρίνω σαν δίκαιος Κριτής!...»
    Τα λόγια αυτά που βροντοφώνησε ο Κύριος στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ, γέμισαν δέος τις αναρίθμητες Δυνάμεις των αγγέλων.
    Έπειτα πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσμου. Ο Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής. Γι’ αυτό πήγε αμέσως στο οίκο της διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν μεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε μπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε παράμερα παρατηρώντας με ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την ιστορία των αιώνων.
    Πήρε Εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και διάβασε:
    «Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός και δημιουργός των αιώνων. Διότι με τον Λόγο του Πατρός, τον Υιό, έγιναν οι Αιώνες, δημιουργήθηκαν οι ασώματες Δυνάμεις και στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταμοί και πάντα τα εν αυτοίς.»
    Έπειτα διάβασε λίγο παρακάτω:
    «Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάμ δόθηκε μια εντολή από τον παντοκράτορα Θεό και δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι ένας νόμος που πρέπει να τηρηθεί με κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυμάται τον δημιουργό του, και να μην ξεχνάει ότι υπάρχει Θεός από πάνω του».
    Πάλι προχώρησε λίγο:
    «Παράβαση στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη η μάλλον από απροσεξία και αμέλεια. Αμάρτησε ο άνθρωπος και διώχθηκε απ’ τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού. Δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!».
    Πιο κάτω διάβασε:
    «Ο Κάιν ρίχθηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά την βουλή του διαβόλου. Οφείλει να καεί στη φωτιά της γεέννας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ενώ ο Άβελ θα ζήσει αιώνια».
    Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία  των Αιώνων. Πήρε τέλος το έβδομο και διάβασε:
    «Η αρχή του εβδόμου Αιώνα σημαίνει το τέλος των αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η πονηρία κι η ασπλαχνία. Οι άνθρωποι του έβδομου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, με υποκριτικήν αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωμένοι στις σοδομίτικες αμαρτίες».
    Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε αμέσως θλιμμένο το βλέμμα του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, με το άλλο σκέπασε το πρόσωπο και τα μάτια κι έμεινε συλλογισμένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:
    «Αλήθεια τούτος ο έβδομος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους προηγούμενους».
    Διάβασε παρακάτω:
    «Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεμίσθηκαν με το ξύλο, την λόγχη και τα καρφιά που έμπηξαν οι σταυρωτές στο ζωηφόρο Σώμα μου».
    Σώπασε μερικές στιγμές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο.
    «Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόμωσαν θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους και φτώχεψαν πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ο μισθός τους!...».
    κι έπειτα από λίγο:
    «Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και μάρτυρες αθλοφόρους για χάρη μου. Η φιλία τους έφτασε ως τον ουρανό και η αγάπη τους ως τον θρόνο μου! Ο πόθος τους ως την καρδιά μου και η λατρεία τους με φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος μου είναι μαζί τους!...».
    Αφού γύρισε αρκετά φύλλα, ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως:
    «Ω πανέμορφη και πολύτιμη Νύμφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε μολύνουν! Μα δεν πρόδωσες Εμένα το Νυμφίο σου!... Αμέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεμελιωμένη δεν σαλεύθηκε, γιατί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».
    Πιο κάτω ήταν γραμμένες όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων, όσες βρήκε ο θάνατος να μην έχουν ξεπλυθεί στη μετάνοια.
    Κι ήταν τόσες πολλές, σαν την άμμο της θάλασσας!... Τις διάβασε ο Κύριος δυσαρεστημένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας.
    Το αμέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν περίτρομο από το φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού.
    Όταν ο Κύριος έφτασε στη μέση του Αιώνα αυτού, παρατήρησε:
    «Τούτο το έσχατο βιβλίο είναι γεμάτο από τη δυσωδία των αμαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που είναι όλα ψεύτικα και βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φθάνει πια! Θα το σταματήσω στη μέση. Να πάψει η κυριαρχία της αμαρτίας.
    Και λέγοντας αυτά τα οργισμένα λόγια ο Κύριος έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για την Κρίση. Αυτοστιγμεί εκείνος με το τάγμα του πήραν τον υπέρλαμπρο και απερίγραπτο θρόνο κι έφυγαν. Ήταν το τάγμα τόσο πολυπληθές, ώστε η γη δεν το χωρούσε. Φεύγοντας βροντοφωνούσαν:
    «Άγιος, άγιος, άγιος, φοβερός και μέγας, υψηλός, θαυμαστός και δεδοξασμένος ο Κύριος στους αιώνες των αιώνων.»
    Έπειτα αποχώρησε ο Γαβριήλ με το τάγμα του ψάλλοντας:
    «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού»!
    Και απ’ αυτούς τους φοβερούς όρκους συγκλονίζονταν ο ουρανός και η γη. Ακολούθησε ο τρίτος μέγας αρχιστράτηγος, ο Ραφαήλ, με το τάγμα του αναπέμποντας τον ύμνο:
    «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.»
    Τέλος ξεκίνησε και η τέταρτη παράταξη. Ο άρχοντάς της ήταν λευκός και λαμπερός σαν το χιόνι, με όψη γλυκειά. Φεύγοντας άρχισε κι αυτός να ψάλλει δυνατά:
    «Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια τη ωραιότητος αυτού. Ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών και ου παρασιωπήσεται. Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα.»
    Και συνέχεια τον υπόλοιπο ψαλμό. Ενώ οι αξιωματούχοι του αποκρίνονταν:
    «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι.»
    Ο αρχηγός αυτού του τάγματος ονομαζόταν Ουριήλ.
    Σε λίγο έφεραν ενώπιον του Κυρίου τον δοξασμένο Σταυρό του, που έλαμπε σαν φοβερή αστραπή και σκόρπιζε άρρητη ευωδία. Τον συνόδευαν με εξαιρετικές τιμές δύο τάγματα Εξουσιών και Δυνάμεων. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικά μεγαλόπρεπο. Οι πολυάριθμες δυνάμεις έψαλαν αρμονικά.
    Άλλοι έλεγαν με μεγάλο δέος:
    «Υψώσω σε ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω ο όνομά σου εις τον αιώνα».
    Άλλοι έλεγαν:
    «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιος εστί. Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια!».
    Έπειτα δόθηκε θεία διαταγή να έρθει πάλι ο κραταιός άρχοντας Μιχαήλ για να παρουσιαστεί δίπλα στον θρόνο του Κυρίου. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάσθηκε ένας άγγελος που κρατούσε μία βροντερή σάλπιγγα. Την πήρε ο Κριτής στα χέρια του, σάλπισε τρεις φορές κι είπε τρεις λόγους. Μετά την παρέδωσε στον Μιχαήλ:
    «Σε προστάζω να πάρεις το θείο σου τάγμα και να σκορπισθήτε σ’ όλο τον κόσμο, για να μεταφέρετε πάνω σε νεφέλες τους αγίους, απ’ την ανατολή και τη δύση, τον βορρά και τον νότο. Θα τους συγκεντρώσεις όλους για να υποδεχθούν την παρουσία μου, μόλις ηχήσει η σάλπιγγα».
    Ύστερα απ’ όλα αυτά έρριξε ένα βλέμμα στη γη ο δίκαιος Κριτής και είδε… Ομίχλη και σκοτεινά, θρήνος και ουαί και κοπετός πολύς. Φοβερή η τυραννία του σατανά! Μανίαζε και φρίαττε ο δράκοντας, κατέστρεψε τα πάντα συντρίβοντάς τα σαν χορτάρι, γιατί έβλεπε τους αγγέλους του Θεού να του ετοιμάζουν το αιώνιο πυρ.
    Μόλις τα είδε ολ’ αυτά ο Κύριος, κάλεσε ένα πύρινο άγγελο με αυστηρή και φοβερή όψη, χωρίς λύπηση – ήταν αρχηγός των αγγέλων που επιβλέπουν το πυρ της κολάσεως – και του είπε:
    «Πάρε μαζί σου τη ράβδο μου που δένει και συντρίβει. Πάρε κι αμέτρητους αγγέλους απ’ το τάγμα σου, τους πιο φοβερούς, που τάχθηκαν τιμωροί των κολασμένων. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, για να βρείτε τα ίχνη του ζοφερού άρχοντα. Άρπαξέ τον με ισχύ και κραταιότητα και χτύπα τον αλύπητα με τη ράβδο μου ώσπου να παραδώσει το τάγμα των πονηρών πνευμάτων. Κι αφού τους δέσεις όλους γερά με την ισχύ της ράβδου, κατά τη διαταγή μου, θα του ρίξεις στις πιο άσπλαχνες και άγριες κολάσεις!...
    Και τότε πια, όταν όλα ήταν έτοιμα, έγινε νεύμα στον αρχάγγελο που κρατούσε τη σάλπιγγα να σαλπίσει ηχηρά. Αμέσως απλώθηκε απότομα νεκρική σιγή, σαν να ηρέμησαν τα σύμπαντα.
    Με το πρώτο σάλπισμα συναρμολογήθηκαν όλα τα σώματα των νεκρών.
    Με το δεύτερο, Πνεύμα Κυρίου επανέφερε τις ψυχές μέσα στα νεκρά σώματα.
    Δέος και φρίκη κατέλαβε τα σύμπαντα.
    Τα ουράνια και τα επίγεια έτρεμαν.
    Και τότε αντήχησε το τρίτο και φοβερότερο σάλπισμα, που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Οι νεκροί αναστήθηκαν από τα μνήματα εν ριπή οφθαλμού. Φοβερό θέαμα! Ξεπερνούσαν σε αριθμό και την άμμο της θάλασσας. Συγχρόνως σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν απ’ τα ουράνια προς τον θρόνο της ετοιμασίας τ’ αγγελικά τάγματα βροντοφωνώντας:
    «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη φόβου και τρόμου».
    Στεκόταν όλος ο λαός και το αναρίθμητο σύνταγμα των αγγέλων περιμένοντας. Έτρεμαν και φρικιούσαν μπροστά στη φοβερή θεία εξουσία που κατέβαινε στη γη. Ενώ όμως όλοι κοίταζαν ψηλά, ξαφνικά άρχισαν να γίνονται σεισμοί, βροντές και αστραπές στην κοιλάδα της Δίκης και στον αιθέρα, ώστε κατατρόμαξαν όλοι. Τότε αποσύρθηκε σαν βιβλίο το στερέωμα του ουρανού και φάνηκε ο Τίμιος Σταυρός να λάμπει σαν το ήλιο και να σκορπίζει θείες μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν οι άγγελοι μπροστά από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και Κριτή της οικουμένης, που ερχόταν.
    Σε λίγο ακούγεται ένας ύμνος, ένα τραγούδι πρωτάκουστο: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Θεός Κύριος, κριτής εξουσιαστής, άρχων ειρήνης».
    Μόλις τελείωσε η βροντερή τούτη δοξολογία, εμφανίζεται ο Κριτής επί των νεφελών, καθισμένος σε θρόνο πύρινο. Με την πολλή του καθάρια λαμπρότητα πυρπολούσε τον ουρανό και την γη.
    Έξαφνα, μεσ’ απ’ το πλήθος των αναστημένων νεκρών άρχισαν μερικοί ν’ αστράφτουν σαν ήλιοι! Αμέσως αρπάζοταν από τις νεφέλες στον αέρα για να συναντήσουν τον Κύριό τους. Οι περισσότεροι όμως απόμειναν κάτω. Κανείς δεν τους πήρε στον ουρανό!... θρηνούσαν πικρά που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχθούν κι αυτοί από τις νεφέλες κι ήταν φαρμάκι η λύπη και η οδύνη στις ψυχές τους. Έπεσαν όλοι γονατιστοί μπροστά στον Κριτή και πάλι σηκώθηκαν.
    Είχε πια καθήσει στον θρόνο «θρόνος της ετοιμασίας» ο φοβερός Κριτής και μαζεύτηκαν γύρω του όλες οι δυνάμεις των ουρανών με φόβο και τρόμο. Όσοι είχαν αρπαχθεί απ’ τα σύννεφα προς απάντησή του, τοποθετήθηκαν στα δεξιά του. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στ’ αριστερά του Κριτού. Ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλείς και πολύ πλήθος μοναχών και λαϊκών. Στέκονταν καταντροπιασμένοι, ελεεινολογώντας τον εαυτό τους και θρηνώντας την απώλειά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν εξαθλιωμένα και αναστέναζαν βαθιά συντριμμένοι.
    Σ’ όλους είχε απλωθεί νεκρικό πένθος. Και πουθενά δεν φαινόταν καμμιά παρηγοριά.
    Όσοι όμως στέκοταν στα δεξιά του Κριτού ήταν όλοι φαιδροί, φωτεινοί σαν ήλιοι, σεμνοί, δοξασμένοι, λευκοί σαν το φως, πυρπολημένοι, λες, από μία θεόφωτη αστραπή. Έμοιαζαν – αν δεν είναι τολμηρό να το πει κανείς – σαν τον Κύριο και Θεό τους.
    Παρευθύς έρριξε το βλέμμα του και απ’ τη μία και απ’ την άλλη μεριά ο φοβερός Κριτής. Στα δεξιά κοίταξε ευχαριστημένος και χαμογέλασε. Όταν όμως γύρισε στ’ αριστερά του, ταράχθηκε, οργίσθηκε πολύ και απέστρεψε αμέσως το πρόσωπό του.
    Τότε με δυνατή και επίσημη φωνή λέει στους «εκ δεξιών» του:
    «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με.»
    Παραξενεύτηκαν εκείνοι και ρώτησαν!
    «Κύριε πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε;
    Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.»
    Στρέφεται τότε προς τους «εξ ευωνύμων» και τους λέει με δριμύτητα:
    «Πορεύεσθαι απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατε με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με.»
    «Κύριε», τον ρώτησαν κι αυτοί απορημένοι, «πότε σε είδομεν και εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι;
    «Αμήν λέγω υμίν», τους απάντησε ο Κύριος, «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Χαθείτε απ’ τα μάτια μου, καταραμένοι της γης! Στον τάρταρο, στον βρυγμό των οδόντων! Εκεί θα 'ναι ο θρήνος και ο οδυρμός, ο ατελείωτος.
    Μόλις έβγαλε αυτή την απόφαση ο Κριτής, αμέσως ξεχύθηκε απ’ την ανατολή ένας τεράστιος πύρινος ποταμός, που κυλούσε ορμητικά προς την δύση. Ήταν πλατύς σαν μεγάλη θάλασσα. Οι αμαρτωλοί απ’ τ’ αριστερά βλέποντάς τον κατατρόμαξαν κι άρχισαν να τρέμουν φρικτά απ’ την απελπισία τους. Μα ο αδέκαστος Κριτής πρόσταξε να περάσουν όλοι – δίκαιοι και άδικοι – μέσ’ απ’ τον φλεγόμενο ποταμό, για να τους δοκιμάσει το πυρ.
    Άρχισαν πρώτα οι «εκ δεξιών», που πέρασαν όλοι και βγήκαν λαμπεροί σαν ατόφιο χρυσάφι. Τα έργα τους δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο φωτεινά και διαυγή με τη δοκιμασία. Γι’ αυτό γέμισαν αγαλλίαση.
    Έπειτα απ’ αυτούς ήρθαν και οι «εξ ευωνύμων» να περάσουν μέσ’ απ’ τη φωτιά, για να δοκιμασθούν τα έργα τους. Αλλά, επειδή ήταν αμαρτωλοί, η φλόγα άρχισε να τους καίει και τους κράτησε μέσα στη μέση του ποταμού. Και τα μεν έργα τους κατακάηκαν σαν άχυρα, ενώ τα σώματά τους έμειναν σώα να φλέγονται επί χρόνια και αιώνες ατέλειωτους μαζί με τον διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας δεν κατόρθωσε να βγει από κείνο το πύρινο ποτάμι! Όλους τους αιχμαλώτισε η φωτιά, γιατί ήταν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας.
    Αφού παραδόθηκαν στην κόλαση οι αμαρτωλοί, σηκώθηκε απ’ το θρόνο του ο φοβερός Κριτής και ξεκίνησε για το θεϊκό ανάκτορο μ’ όλους τους αγίους του. Τον περικύκλωναν, πάντα με πολύ φόβο και τρόμο, όλες οι ουράνιες δυνάμεις ψάλλοντας:
    «Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται  ο Βασιλεύς της δόξης, ο Κύριος και Θεός των θεών μαζί μ’ όλους τους αγίους του, που θ’ απολαύσουν αιώνια κληρονομιά».
    Άλλο τάγμα απαντούσε και έλεγε:
    «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου μ’ όσους αξίωσε η χάρη του να ονομασθούν υιοί Θεού, Θεός Κύριος, μαζί με τους υιούς της Νέας Σιών, και επέφανεν ημίν».
    και οι αρχάγγελοι, που προπορεύονταν απ’ τον Κύριο, τον δοξολογούσαν ψάλλοντας ένα ουράνιο μέλος αντιφωνικά:
    «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών. Προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ».
    Ενώ άλλο τάγμα αντιφωνούσε μελωδικά:
    «Ότι Θεός μέγας Κύριος και Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν!»
    Αυτά και άλλα πολλά παναρμόνια μέλη έψαλλαν οι άγιοι άγγελοι, ώστε να ευφραίνονται απερίγραπτα όσοι τ’ άκουγαν. Έτσι ψάλλοντας μπήκαν οι άγιοι με τον Κύριο Ιησού Χριστό στον επουράνιο θάλαμο του θεϊκού παλατίου με καρδιές που σκιρτούσαν από χαρά. Και αμέσως κλείσθηκαν οι πύλες του νυμφώνα.
    Τότε κάλεσε ο ουράνιος Βασιλεύς τους κορυφαίους αγγέλους. Πρώτοι παρουσιάσθηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ και οι άρχοντες των ταγμάτων.
    Ακολούθησαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσμου, οι απόστολοι. Τους έδωσε ο Κύριος δόξα αστραφτερή και δώδεκα πυρίμορφους θρόνους για να καθίσουν κοντά στον διδάσκαλό τους Χριστό με μεγαλειώδεις τιμές. Η όψη τους ακτινοβολούσε ένα απερίγραπτο αιώνιο φως και τα ενδύματά τους ήταν λαμπερά και διάφανα σαν το κεχριμπάρι. Ακόμη κι οι άρχοντες των αγγέλων τους θαύμαζαν. Τέλος τους έδωσε και δώδεκα υπέροχα κριστάλλινα στεφάνια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους, που έλαμπαν εκτυφλωτικά, καθώς τα κρατούσαν πάνω από τα κεφάλια τους ένδοξοι άγγελοι.
    Έπειτα οδηγήθηκαν ενώπιον του Κυρίου οι εβδομήκοντα απόστολοι. Έλαβαν κι αυτοί όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα στεφάνια των δώδεκα ήταν πιο θαυμαστά.
    Και τώρα ήρθε η σειρά των μαρτύρων. Αυτοί πήραν τη θέση και τη δόξα της μεγάλης αγγελικής στρατιάς, που γκρεμίσθηκε απ’ τον ουρανό μαζί με τον Εωσφόρο. Έγιναν δηλαδή οι μάρτυρες άγγελοι και άρχοντες των ουρανίων ταγμάτων. Τους έφεραν αμέσως πλήθος στεφάνια και τα τοποθέτησαν στα αγιασμένα κεφάλια τους. Όσο λάμπει ο ήλιος, τόσο έλαμπαν κι αυτά. Έτσι οι άγιοι μάρτυρες θεώμενοι ευφραίνονταν και αγάλλονταν ανέκφραστα.
    Μετά μπήκε ο θείος χορός των ιεραρχών, ιερέων, διακόνων και λοιπών κληρικών. Στεφανώθηκαν κι αυτοί μ’ αιώνια κι αμαράντινα στεφάνια, ανάλογα με τον ζήλο, την υπομονή και την ποιμαντική τους δράση. Στεφάνι από στεφάνι ήταν διαφορετικό κατά τη δόξα, όπως αστέρι από αστέρι. Έτσι πολλοί ιερείς και διάκονοι ήταν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι από πολλούς αρχιερείς.
    Τους έδωσαν ακόμη και από ένα ναό, για να προσφέρουν στο νοερό θυσιαστήριο αγία θυσία και τέλεια, ευάρεστη στο Θεό.
    Έπειτα μπήκε ο όσιος χορός των μοναχών. Η όψη τους ξέχυνε μυστικήν ευωδία και σαν ήλιοι σκόρπιζαν θείες μαρμαρυγές. Ο Κύριος τους στόλισε με έξι φτερούγες και έγιναν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος σαν τα φρικτά Χερουβίμ και Σεραφίμ. Άρχισαν τότε να βροντοφωνούν.
    «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού. Ήταν η δόξα τους μεγάλη, αφάνταστη και το στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο και λαμπερό. Ανάλογα με του αγώνες και τους ιδρώτες τους απολάμβαναν και τις τιμές.
    Ακολούθησε ο χορός των προφητών. Τους δώρησε ο Βασιλεύς το άσμα των ασμάτων, το ψαλτήρι του Δαβίδ, τύμπανα και χορούς, άυλο φως αστραφτερό, άφραστη αγαλλίαση και τη δοξολογία του Αγίου Πνεύματος.
    Τότε τους ζήτησε ο Δεσπότης του θεϊκού νυμφώνα να ψάλλουν κάτι. Και έψαλλαν ένα τόσο μελωδικό ύμνο, ώστε σκίρτησαν όλοι από ευφροσύνη.
    Αφού έλαβαν αυτά τα δώρα οι άγιοι απ’ τα άχραντα χέρια του Σωτήρος, περίμεναν ακόμη εκείνα, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη.
    Τότε μπήκε όλος ο χορός των ανθρώπων, που σώθηκαν μέσα στον κόσμο: Φτωχοί και άρχοντες, βασιλείς και ιδιώτες, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι ενώπιον του Κυρίου κι εκείνος ξεχώρισε απ’ ανάμεσά τους τους ελεήμονες και  τους αγνούς και τους έδωσε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάτια ουράνια και φωτεινά, στεφάνια πολυτελή, αγιασμό και αγαλλίαση, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους να τους υπηρετούν.
    Μετά ήρθαν όσοι έγιναν δια την αγάπη του Χριστού «πτωχοί τω πνεύματι». Τώρα υψώθηκαν πάρα πολύ. Τους δόθηκε απ’ το χέρι του Κυρίου στεφάνι περίλαμπρο και κληρονόμησαν τη βασιλεία των ουρανών.
    Έπειτα «οι πενθούντες» τις αμαρτίες τους, που έλαβαν τη μεγάλη παρηγοριά της Αγίας Τριάδος.
    Έπειτα «οι πραείς» και άκακοι, που κληρονόμησαν την ουράνια γη, όπου αποστάζει γλυκασμό και ευωδία το Πνεύμα του Θεού. Και αυτοί δοκίμασαν ανέκφραστη τέρψη και ηδονή βλέποντας να τους χαρίζεται η μακάρια γη. Τα στεφάνια τους ροδόμορφα σκόρπιζαν μαρμαρυγές.
    Ακολούθησαν «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην». Τους δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης, για να χορτάσουν. Και η αγαθή τους πρόθεση ευφράνθηκε βλέποντας τον Βασιλέα Χριστό να υψώνεται και να υπερδοξάζεται απ’ τους αγίους αγγέλους.
    Έπειτα «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης». Τους χαρίσθηκε θεία δοξολογία και πολυθαύμαστη ζωή.
    Στήθηκε μάλιστα για χάρη τους και άφραστος θρόνος για να καθίσουν στη βασιλεία των ουρανών. Τα στεφάνια τους ήταν από θείο κι άυλο χρυσάφι που τόσο έλαμπε, ώστε απ’ την δόξα τους να χαίρονται οι χοροί των αγγέλων.
    Μετά μπήκε ο χορός «των ονειδισθέντων» για τον Χριστό, τον μεγάλο Θεό και σωτήρα των ψυχών μας.
    Τους ανέβασαν σε θρόνους χρυσοποίκιλτους και απολάμβαναν τον έπαινο του Θεού.
    Μετά απ’ αυτούς μπήκε πολύ πλήθος ειδωλολατρών, που δεν γνώρισαν τον νόμο του Χριστού, αλλά εκ φύσεως τον τήρησαν υπακούοντας στη συνείδησή τους. Πολλοί σαν ήλιοι απ’ την αγνότητα και την καθαρότητά τους. Και ο Κύριος τους χάρισε τον παράδεισο και φαιδρά στεφάνια πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Επειδή όμως είχαν στερηθεί το άγιο βάπτισμα, ήταν τυφλοί. Δεν έβλεπαν καθόλου τη δόξα του Θεού. Γιατί το άγιο βάπτισμα είναι φως και μάτι της ψυχής. Γι’ αυτό όποιος δεν το λάβει κι αν άπειρα καλά εργασθεί, κληρονομεί βέβαια την παραδείσιαν άνεση και κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητα της αλλά δεν βλέπει τίποτε.
    Έπειτα και από αυτούς βλέπει ο δίκαιος Νήφων ένα τάγμα αγίων που ήταν τα παιδιά των χριστιανών. Όλοι τους έμοιαζαν να είναι περίπου τριάντα ετών. Τους κοίταξε με βλέμμα ιλαρό ο Νυμφίος και είπε:
    «Ο μεν χιτώνας του βαπτίσματός σαν άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τι να σας κάνω λοιπόν εσάς;»
    Τότε με θάρρος του απάντησαν κι αυτοί:
    «Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά σου, τουλάχιστον μη μας στερήσεις τα επουράνια».
    Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα ουράνια αγαθά. Πήραν και τα στεφάνια της αγνότητος, της ακακίας και όλες οι άυλες στρατιές τους θαύμαζαν.
    Ήταν θαύμα ν’ ακούει κανείς τους αγίους αγγέλους που, κατευχαριστημένοι καθώς έβλεπαν τα τάγματα όλων των αγίων, τραγουδούσαν άσματα γλυκά.
    Ύστερα απ’ όλα αυτά βλέπει ο Νήφων να έρχεται μπροστά στον Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Γύρω της σκόρπιζε ουράνιες ευωδίες και θεϊκά μύρα. Στο πανέμορφο κεφάλι της φορούσε ασύγκριτο βασιλικό στέμμα, που ακτινοβολούσε. Οι άγγελοι την ατένιζαν κατάπληκτοι κι οι άγιοι θαμπωμένοι. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος συγκρατούσε πάνω στην άχραντη κορυφή το ουράνιο εκείνο διάδημα.
    Μπαίνοντας στον θείο νυμφώνα την ακολουθούσε αναρίθμητο πλήθος παρθένων που υμνούσαν με δοξολογίες και άσματα τα μεγαλεία του Θεού.
    Όταν έφτασε κοντά στον Νυμφίο η μεγάλη βασίλισσα, προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις αγίες παρθένες. Τότε ο «ωραίος κάλλει» την είδε και ευφράνθηκε. Έσκυψε το κεφάλι του και την τίμησε σαν άχραντη Μητέρα του. Εκείνη πλησίασε με πολλήν ευλάβεια και χάρη και ασπάσθηκε τα αθάνατα και ακοίμητα μάτια του, καθώς και σπλαχνικά του χέρια.
    Μετά το θείο φίλημα ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά φορέματα και πάμφωτα φορέματα και πάμφωτα στεφάνια. Κι έπειτα ήρθαν όλες οι νοερές δυνάμεις υμνώντας, μακαρίζοντας και δοξάζοντάς την.
    Τότε σηκώθηκε απ’ τον θρόνο του ο Νυμφίος και έχοντας στα δεξιά τη Μητέρα του και στ’ αριστερά τον μέγιστο και πολυθαύμαστο προφήτη και Πρόδρομό του, βγήκε απ’ τον νυμφώνα και πήγε στον θεϊκό θάλαμο, όπου βρίσκονται τα αγαθά «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν τον Θεό. Ακολουθούσαν  και όλοι οι άγιοι. Μόλις είδαν τ’ αγαθά, πλημμύρισαν από άφατη αγαλλίαση και άρχισαν να κυκλοφορούν πανηγυρίζοντας μέσα στον έκπαγλο θάλαμο.
    Αλλ’ αυτά δεν μπόρεσε ο δούλος του Θεού Νήφων να μου περιγράψει, αν και πολλές φορές τον πίεσα, δεν μου είπε το παραμικρό.
    «Δεν μπορώ παιδί μου», έλεγε αναστενάζοντας, «ν’ απεικονίσω με την γλώσσα μου ή να παρομοιάσω με οποιοδήποτε επίγειο πράγμα τα εκεί. Ήταν πέρα από κάθε σκέψη και φαντασία, πέρα απ’ όλα τα βλεπόμενα και μη βλεπόμενα.
    Όταν λοιπόν μοίρασε ο Κύριος στους αγίους του όλα τα άφραστα και ανήκουστα αγαθά, πρόσταξε τα Χερουβίμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο. Πρόσταξε έπειτα τα Σεραφίμ να κυκλώσουν τα Χερουβίμ, οι Θρόνοι τα Σεραφίμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και τέλος οι Δυνάμεις των ουρανών τις Εξουσίες. Όπως το τείχος κυκλώνει μία πόλη έτσι τα ουράνια τάγματα κυκλώνουν το ένα το άλλο.
    Δεξιά απ’ τον θάλαμο των αιώνων στάθηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια ο Μιχαήλ με το τάγμα του. Αριστερά ο Γαβριήλ με το δικό του. Ο Ουριήλ εγκαταστάθηκε στα δυτικά και ο Ραφαήλ στα ανατολικά.
    Ήταν οι τέσσερις αυτές παρατάξεις πολύ μεγάλες. Και μαζί με τα τάγματα των αχράντων δυνάμεων έζωναν τον θάλαμο του Θεού με πολλή λαμπρότητα.
    Ολ’ αυτά έγιναν με το πρόσταγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος όλων των αγίων.
    Στο τέλος όλων των μυστηρίων που είδε ο άγιος Νήφων, είδε και την πιο φοβερή αποκάλυψη: «Ο ίδιος ο Πατέρας του μονογενούς Υιού, ο Γεννήτωρ, το φως το απρόσιτο και ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά λάμποντας «συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι» πάνω από κείνο τον απέραντο θάλαμο, πάνω από τις άχραντες δυνάμεις, πάνω απ’ όλους τους κύκλους και τις παρατάξεις τους. Φώτιζε του καθαρότατο θάλαμο, όπως φωτίζει ο ήλιος τον κόσμο. Έτσι έλαμπε ο Πατέρας των οικτιρμών. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το κρασί, έτσι κι’ οι άγιοι πλημμύριζαν απ’ το άρρητο τρισήλιο φως της θεότητας και βασίλευαν αδιάκοπα μαζί της στους αιώνες.
    Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Μόνο υπήρχε ο Θεός Πατέρας, Υιός και Πνεύμα – φως και τρυφή, ζωή και φέγγος, τέρψη και ηδονή.
    Έπειτα έγινε βαθειά σιγή. Σε λίγο το πρώτο τάγμα, το θείο και φοβερό που κύκλωνε τον θάλαμο, δόθηκε σαν συνεχής και ατέλειωτη κληρονομιά. Ευφρόσυνο άσμα κι ανέκφραστη δοξολογία, ασύγκριτα και υπέρκαλλη ήταν η ηδονή τους. Οι καρδιές των αγίων σκιρτούσαν απ’ τη χαρά και την απόλαυση.
    Απ’ το πρώτο τάγμα μεταδόθηκε ο υπέροχος δοξολογικός ύμνος στο δεύτερο τάγμα των Σεραφίμ. Άρχισαν τότε εκείνο να ψάλλει ύμνο περίτεχνο και ακατάληπτο. Σαν εφτάγλυκο μέλι ηχούσε η δοξολογία του στ’ αυτιά των αγίων που ευφραίνονταν απέραντα μ’ όλες τους τις αισθήσεις: «Τα μάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Η όσφρησή τους οσφραινόταν την ευωδία  της θεότητος. Τ’ αυτιά τους άκουγαν τον θείον ύμνο των αχράντων δυνάμεων. Το στόμα τους γευόταν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, καινούριο στη βασιλεία των ουρανών. Τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά και τα πόδια τους χόρευαν στον θάλαμο. Έτσι λοιπόν μ’ όλες τους τις αισθήσεις χόρταιναν την άφατη αγαλλίαση.
    Σε λίγο μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το τρίτο και απ’ το τέταρτο, ως το τελευταίο προκαλώντας με το γλυκύτερο απ’ το μέλι μέλος του, τέρψη και ηδονή στις καρδιές των αγίων. Και ήταν υπέροχο ότι δεν ψαλλόνταν ένας ύμνος συνεχώς από τα τάγματα αλλά υπήρχε απερίγραπτη ποικιλία και πρωτοτυπία στην ωδή που έψαλλαν.
    Όταν οι εφτά κύκλοι των ταγμάτων ολοκλήρωσαν την καθαρή τους δοξολογία, τότε άρχισαν και τα τάγματα των αρχαγγέλων τον τρισάγιο ύμνο: Έψαλλε ο Μιχαήλ και αντιφωνούσε ο Γαβριήλ. Και πάλι υμνούσε ο Ραφαήλ και συμπλήρωνε ο Ουριήλ. Άκουγε κανείς πρωτάκουστες αρμονίες. Οι τέσσερις πύρινοι στύλοι, οι αρχάγγελοι, ξεχώριζαν και ήταν ο ύμνος τους φοβερός και βροντερός.
    Παρακινούμενοι απ’ την άπειρη εκείνη τρυφή άρχισαν τότε και οι άγιοι Πάντες μεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλουν τα μεγαλεία του Θεού.
    Έτσι μέσα αντηχούσε ύμνος, ύμνος κι έξω, ύμνος και παντού. Άσματα πανίερα. Που φλόγιζαν τις αγίες καρδιές με μακάρια ηδονή στους ατελεύτητους αιώνες.
    Όταν τα είχε δει πια όλα αυτά ο τρισμακάριος Νήφων και ενώ βρισκόταν σε μεγάλη έκσταση και θεωρία, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει:
    «Νήφων, Νήφων, ωραία ήταν ο προφητική σου οπτασία. Όλ’ αυτά λοιπόν που είδες και άκουσες γράψε τα με κάθε λεπτομέρεια, γιατί έτσι και θα γίνουν. Τα φανέρωσα σε σένα, γιατί είσαι πιστός φίλος, αγαπητό μου παιδί και κληρονόμος της βασιλείας μου. Βεβαιώσου λοιπόν, τώρα που σε αξίωσα να γίνεις αυτόπτης των φρικτών μυστηρίων, για τη μεγάλη μου φιλανθρωπία προς όλους εκείνους που προσκυνούν με ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί Εγώ ευφραίνομαι να επιβλέπω επί τον πράον και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους.»
    Αφού του είπε αυτά ο Κύριος, τον απέλυσε από τη φοβερή και πολυθαύμαστη οπτασία, που επί δύο εβδομάδες τον είχε απορροφήσει.
    Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, καθόταν τρομοκρατημένος και θρηνούσε και οδυρόταν. Τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι κι έλεγε:
    «Αλλοίμονο σε μένα τον άσωτο! Τι περιμένει την άθλια ψυχή μου! Αλλοίμονο μου του ελεεινού! Σε ποια κατάσταση άραγε θα βρεθώ εκεί εγώ ο αμαρτωλός! Τι θ’ απολογηθώ προς τον Κριτή; Τι λόγο θα δώσω για τις αμαρτίες μου; Και που θα κρύψω το πλήθος των ανομιών μου; Αχ, ο βέβηλος και άθλιος!... Στεναγμό δεν έχω ούτε δάκρυα. Αλλά και μετάνοια δεν μου βρίσκεται. Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Αγάπη μηδέν! Η ακακία κι η πραότητα στέκουν πολύ μακριά μου! Αλλοίμονο! Τι να κάνω ο ελεεινός και ρυπωμένος; Από που ν’ αρπαχθώ για να σωθεί η ψυχή μου τη βύθισα στον βούρκο. Τον νου μου τον σκότισα, τη ζωή μου την επιβάρυνα με κραιπάλη και μέθη. Αχ!  Ο αμαρτωλός δεν ξέρω τι να κάνω! Τα μάτια μου βλέπουν τα αίσχη. Το πρόσωπο μου είναι καταντροπιασμένο. Τ’ αυτιά μου ηδύνονται σε δαιμονικά τραγούδια. Η όσφρησή μου ζητάει ευωδίες. Το στόμα μου ρέπει στην πολυφαγία. Αλλοίμονο μου του ταλαίπωρου! Τα χέρια μου τέρπονται στην αμαρτία. Το σώμα μου ποθεί να κυλισθεί στον βόρβορο της ανηθικότητας και κυνηγάει τα μαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία…
    Ωχ, ο παράνομος και σκοτεινιασμένος και ρυπαρός! Που να πάω δεν ξέρω. Ποιος θα με γλυτώσει απ’ το σκότος το εξώτερο του φρικτού ταρτάρου; Ποιος θα μ’ απαλλάξει από τον βρυγμό των οδόντων; Αλλοίμονο, μου του σιχαμερού, του παράνομου! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!... Αχ, τι δόξα πρόκειται να στερηθώ ο μαύρος! Τι τιμή, τι στεφάνια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θα χάσω, επειδή υποδουλώθηκα στην αμαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Που είναι λοιπόν η κατάνυξή σου; Που είναι οι αγώνες σου; Που είναι οι αρετές σου; Αλλοίμονό σου βέβηλη και θλιβερή! Που θα είναι η θέση σου την ημέρα εκείνη; Έπραξες κανένα καλό που ν’ αρέσει στον Θεό; Θα μπεις στο καμίνι. Πως όμως θ’ αντέξεις το ουαί και τον οδυρμό; Ω ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που αδιάκοπα υπηρετούσες το στομάχι!...
    Άνομη και διεφθαρμένη, τι ντροπή θα δοκιμάσεις στο βλέμμα του Ιησού! Με ποια μάτια θ’ ατενίσεις το γλυκύτατό του πρόσωπο; Πες μου, πες μου! Τα είδες εκείνα τα θαυμάσια, που ο Κύριος θα πραγματοποιήσει κάποτε. Πες μου λοιπόν ψυχή, έχεις έργα αντάξια για κείνη τη δόξα; Πως θα εισέλθεις εκεί, αφού μίανες το θείο βάπτισμα; Αλλοίμονό σου τότε, μολυσμένη ψυχή μου! Σου μέλλει να κληρονομήσεις το αιώνιο πυρ, και που θα είναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της για να σε σώσουν;
    Κύριέ μου, Κύριε,
    σώσε με από τη φωτιά,
    από τον βρυγμό των οδόντων,
    κι από τον τάρταρο…»
    Μ’ αυτά τα λόγια έλεγχε τον εαυτό του ο μακάριος προσευχόμενος. Τις κατοπινές μέρες τον έβλεπες να περπατάει σέρνοντας τα βήματά του με πικρούς στεναγμούς, θρήνους και δάκρυα. Αναλογιζόταν τα θαυμάσια που είδε, κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τα κατακτήσει. Συχνά – όταν στοχαζόταν πιο βαθιά και πιο καθαρά το όραμά του – γινόταν εκτός εαυτού. Φλεγόταν απ’ την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και αναφωνούσε:
    «Ω τι χαρά, τι δόξα, τι λαμπρότητα περιμένει τους αγίους στους ουρανούς! Πόσο φοβάμαι μήπως στερηθώ!»
    Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε:
    «Κύριε, βοήθησε και σώσε τη σκοτισμένη ψυχή μου.

    ΠΗΓΗ : ΒΙΟΣ ΕΝΟΣ ΑΣΚΗΤΗ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ, ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΗΦΩΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ, ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, 16η ΕΚΔΟΣΗ - http://www.oodegr.com


    "ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΙΜΙΟΝ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ" - ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


    Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ προαναγγελλόταν καὶ προτυπωνόταν μυστικῶς ἀπὸ παλαιὲς γενεὲς καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεὸ χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πραγματικὰ μετὰ τὴ προγονικὴ ἐκείνη παράβαση στὸ παράδεισο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ δένδρου, ἡ μὲν ἁμαρτία ἀναπτύχθηκε, ἐμεῖς δὲ πεθάναμε, ἔχοντας ὑποστεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ὁ ἀπὸ τὸ Θεὸ χωρισμός της.
    Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ αὐταγαθότης καὶ ἀρετὴ καὶ αὐτοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση εἶναι τὸ δικό μας πνεῦμα. Γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ καὶ φιλιωθεῖ ὁποιοσδήποτε μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὸ πνεῦμα, πρέπει νὰ καταργηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τοῦτο εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου.
    Πολλοὶ φίλοι τοῦ Θεοῦ μαρτυρήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ νόμο, χωρὶς νὰ ἔχει φανεῖ ἀκόμα ὁ Σταυρός. Ὁ Δαβὶδ λέγει: ἀπὸ ἐμένα τιμήθηκαν ὑπερβολικὰ οἱ φίλοι σου, Θεέ» (Ψαλμ. 138,16). Πῶς λοιπὸν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρὸ; Διότι ἐνεργεῖτο σὲ αὐτοὺς τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.
    Ἂς ἀρχίσουμε πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: Ἔβγα ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ τὴ συγγένειά σου καὶ ἔλα στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δείξω». Δὲν εἶπε ποὺ θὰ σοῦ δώσω, ἀλλὰ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Αὐτὸς ὁ λόγος φέρει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.
    Πρὸς τὸν Μωυσῆ δέ, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «λύσε τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου». Τοῦτο εἶναι ἄλλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Νὰ λύσει τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια, νὰ ἀποθέσει τοὺς δερμάτινους χιτῶνες μέσα στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία γῆ. Νὰ μὴ ζεῖ πλέον κατὰ σάρκα καὶ στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ καταργηθεῖ καὶ νὰ νεκρωθεῖ ἡ ἀντικειμένη στὸ Θεὸ ζωή. Ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος νὰ σταυρώσει κανεὶς τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες.
    Ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ φύγουν τελείως ἀπὸ μᾶς τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴ ἐνεργοῦν σέ μας συλλογιστικά, ἐὰν δὲν φθάσουμε στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ εἴδους αὐτοῦ ποὺ σταυρώνει γιὰ τὸ κόσμο ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιώθηκαν. Ἔτσι καὶ ἡ στὴ περίπτωση τοῦ Μωυσῆ ἐκείνη θεωρία τῆς καιομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου ἦταν μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, μεγαλύτερο καὶ τελειότερο ἀπὸ τὸ μυστήριο ἐκεῖνο τὸ καιρὸ τοῦ Ἀβραάμ. Ἄραγε λοιπὸν ὁ μὲν Μωυσῆς ἐμυήθηκε τὸ τελειότερο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ Ἀβραὰμ ὄχι;
    Στὸν Ἀβραὰμ ποὺ ἀξιώθηκε τὴ θαυμασιωτέρα θεοπτία, ὅταν εἶδε τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεὸ στὴ Βαλανιδιὰ τοῦ Μαβρῆ (Γεν. 18,1), ἐνεργήθηκε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ὅταν θυσίαζε τὸ γιό του Ἰσαάκ. Ὁ Ἰσαὰκ ἦταν ὁ ἴδιος τύπος ἐκείνου ποὺ προσηλώθηκε σ᾿ αὐτόν, ἀφοῦ ἔγινε ὑπήκοος στὸ πατέρα του μέχρι θανάτου, ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ τὸ κριάρι ποὺ τοῦ δόθηκε σὲ σφαγὴ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὸ φυτό, στὸ ὁποῖο ἦταν τὸ κριάρι δεμένο, εἶχε τὸ μυστήριο τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ λεγόταν Σαβέκ, φυτὸ ἀφέσεως, ὅπως καὶ ὁ Σταυρὸς λεγόταν ξύλο σωτηρίας.
    Ἐνεργοῦσε δὲ τὸ μυστήριο καὶ ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ καὶ στὸν Ἰακώβ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαάκ, διότι αὔξησε τὰ ποίμνιά του μὲ ξύλα καὶ ὕδωρ. Τὸ ξύλο λοιπὸν προετύπωνε τὸ σταυρικὸ ξύλο, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ θεῖο βάπτισμα ποὺ περικλείει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰακὼβ καὶ ὅταν προσκυνοῦσε ἕως τὸ ἄκρο τῆς ράβδου του καὶ ὅταν εὐλογοῦσε τοὺς ἐγγονούς του (Γεν. 48,9-20), ὑπεδήλωνε ἀκόμη καθαρότερα τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ.
    Ὅπως λοιπὸν στὸν μὲν Ἀβραὰμ ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ γιός του Ἰσαὰκ ἦταν τύπος τοῦ ὕστερα σταυρωθέντος, ἔτσι πάλι στοῦ Ἰακὼβ τὸ βίο ὁλόκληρο ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἰωσὴφ δὲ ὁ γιὸς τοῦ Ἰακὼβ ἦταν τύπος καὶ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Λόγου ποὺ ἀργότερα πρόκειτο νὰ σταυρωθεῖ. Διότι ἀπὸ φθόνο ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὸς πρὸς τὴ σφαγὴ καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἐὰν δὲ δὲν σφάχθηκε, ἀλλὰ πωλήθηκε ὁ Ἰωσὴφ καὶ οὔτε ὁ Ἰσαὰκ σφάχθηκε δὲν εἶναι περίεργο, γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τύπος τῆς μελλοντικῆς ἀληθείας. Ἡ σφαγὴ προεφανέρωνε τὸ κατὰ σάρκα πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ἡ δὲ ἀποφυγὴ τοῦ πάθους προεφανέρωνε τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος.
    Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ Μωυσῆ ποὺ σώθηκε ὁ ἴδιος μὲ ξύλο καὶ ὕδωρ, ὅταν ἐκτέθηκε μέσα σὲ ἕνα καλάθι στὰ ρεύματα τοῦ Νείλου, ποὺ ὅπως εἴπαμε προεφανέρωνε τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ βάπτισμα. Προχωρώντας ὁ Μωυσῆς προανέδειξε σαφέστατα τὸν τύπο ἀκόμη καὶ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ σωτηρία δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τύπου. Γιατὶ ἀφοῦ ἔστησε ὄρθια τὴ ράβδο, ἅπλωσε πάνω σὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ σχηματίζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του σταυρικῶς πάνω στὴ ράβδο, κατατρόπωσε τοὺς ἐχθρούς. (Ἐξ. 17, 8). Ἐπίσης τοποθετώντας τὸ χάλκινο φίδι πλάγια πάνω σὲ σημαία, ἀναστηλώνοντας τὸ τύπο τοῦ Σταυροῦ, παρήγγειλε στοὺς δαγκαμένους ἀπὸ φίδια Ἰουδαίους νὰ τὸν βλέπουν καὶ ἔτσι νὰ θεραπεύονται ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν.
    Δὲν θὰ ἐπαρκέσει ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι σὲ πόσους ἄλλους ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὅπως περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτῶν κριτῶν καὶ προφητῶν, τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν μετέπειτα, οἱ ὁποῖοι ἀνέκοψαν ποταμούς, σταμάτησαν τὸν ἥλιο, κατεδάφισαν πόλεις ἀσεβῶν, ἔγιναν νικηφόροι στὸ πόλεμο, ἀπέφυγαν θάνατο ἀπὸ μαχαίρι ἢ ἀπὸ φωτιὰ ἢ ἀπὸ λιοντάρια, ἔλεγξαν βασιλεῖς, ἀνέστησαν νεκρούς, ἔφεραν ξηρασία καὶ πάλι ὅταν τὸ ζήτησαν ἔφεραν βροχὴ καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὴ πίστη ἰδιαίτερα στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι δύναμις Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς σωζομένους, ἐνῶ εἶναι μωρία γιὰ τοὺς ἀφανιζομένους.
    Ἀλλὰ νὰ ἀφήσουμε ὅλους μὲ τὸ παλαιὸ νόμο, καὶ νὰ πᾶμε στὸν ἴδιο τὸ Κύριο, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρό: ὅ,ποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του γιὰ νὰ μὲ ἀκολουθήσει, δὲν εἶναι ἄξιός μου», καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἔλθει πίσω μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει».
    Ἡ ἐντολὴ διατάσσει νὰ ἀρνεῖται κανεὶς τὸ σῶμα καὶ νὰ σηκώνει τὸ σταυρό του. Τὸ ἔχουν τὸ σῶμα οἱ ζῶντες κατὰ Θεό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πολὺ προσδεδεμένοι σὲ αὐτό, τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργὸ στὰ ἀναγκαῖα, ἂν δὲ τὸ καλέσει ὁ καιρὸς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ προδώσουν καὶ αὐτό, ὅπως καὶ κτήματα καὶ ὅτι ἄλλα μέσα χρειασθοῦν. Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στοὺς προφῆτες πρὶν συντελεσθεῖ, ἀλλὰ καὶ τώρα μετὰ τὴ τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καὶ πραγματικὰ θεῖο. Πῶς; Διότι φαινομενικὰ μὲν παρουσιάζεται νὰ προξενεῖ ἀτίμωση στὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ταπεινώνει σὲ ὅλα, καὶ πόνο καὶ ὀδύνη, αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τὶς σωματικὲς ἡδονές, αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ ὑπάρχοντα καθίσταται αἴτιος πτωχείας στὸν ἑαυτό του. Διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ὅμως αὐτὴ ἡ πτωχεία καὶ ἡ ὀδύνη καὶ ἀτιμία, γεννᾶ δόξα αἰώνια καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστη καὶ ἀνεξάντλητο πλοῦτο, τόσο στὸ παρόντα ὅσο καὶ στὸ μέλλοντα ἐκεῖνο κόσμο.
    Τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἡ σοφία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ νικήσει δι᾿ ἀσθενείας, τὸ νὰ ὑψωθεῖ διὰ ταπεινώσεως, τὸ νὰ πλουτίσει διὰ πτωχείας. Ὄχι μόνο δὲ ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος εἶναι θεῖος καὶ προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίδα ἱερά, σωστικὴ καὶ σεβαστή, ἁγιαστικὴ καὶ τελεστικὴ τῶν ὑπερφυῶν καὶ ἀπορρήτων ἀγαθῶν ποὺ ἐνεργήθηκαν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ Θεό, ἀναιρετικὴ κατάρας καὶ καταδίκης, καθαιρετικὴ φθορᾶς καὶ θανάτου, παρεκτικὴ ἀϊδίου ζωῆς καὶ εὐλογίας, σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικὸ σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καὶ περικλείει ὅλο τὸ κατ᾿ αὐτὴν μυστήριο, ἐκτείνεται πρὸς ὅλα τὰ πέρατα καὶ περιλαμβάνει ὅλα, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ γύρω, τὰ ἐνδιάμεσα καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καὶ δόξα του, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβεῖ σὲ αὐτό, κατὰ τὴ μέλλουσα δὲ παρουσία καὶ ἐπιφάνειά του προαναγγέλλει ὅτι θὰ ἔλθει τὸ σημεῖο τούτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πολλὴ δύναμη καὶ δόξα.
    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολοσσαεῖς: «ἐνῷ εἴσαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ τὴν ἀκροβυστία τῆς σάρκας, σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τὰ παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τὸ χειρόγραφο ποὺ περιεῖχε τὶς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπὸ τὴ μέση καὶ καρφώνοντάς το στὸ Σταυρό, ξεγυμνώνοντας δὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, τὶς διεπόμπευσε δημόσια θριαμβεύοντάς τες πάνω στὸ Σταυρό». (Κολ. 2,13).
    Ἐμεῖς κλίνοντας τὰ γόνατα καὶ τὶς καρδιές, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸ καὶ προφήτη Δαβὶδ (Ψαλμ. 131,7) στὸ τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια του καὶ ὅπου ἐξαπλώθηκαν τὰ χέρια ποὺ συνέχουν τὸ σύμπαν καὶ ὅπου ἐτεντώθηκε γιὰ μᾶς τὸ ζωαρχικὸ σῶμα καὶ προσκυνώντας καὶ ἀσπαζόμενοι αὐτὸν μὲ πίστη, ἂς παίρνουμε πλούσιο τὸν ἀπὸ ἐκεῖ ἁγιασμὸ καὶ ἂς τὸν φυλάττουμε. Ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ὑπερένδοξη μέλλουσα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τὸν νὰ προηγεῖται λαμπρῶς, θὰ ἀγαλλιάζωμε καὶ θὰ χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι πετύχαμε τὴν ἀπὸ τὰ δεξιὰ θέση, σὲ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιὰ μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.


    Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

    ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΙΕΡΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗΣ - ΜΕΤΕΩΡΑ


    ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ – ΛΥΚΕΙΟ ΤΗΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ κ.κ. ΒΑΡΝΑΒΑ


    Τελέστηκε σήμερα το πρωί ο αγιασμός για τη νέα σχολική χρονιά στο Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο – Λύκειο Νεάπολης της Θεσσαλονίκης, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.κ. Βαρνάβα, παρουσία κληρικών, των μαθητών και των γονέων. Ο Σεβασμιώτατος κ.κ. Βαρνάβας, μετά το πέρας του Αγιασμού, ευχήθηκε από καρδίας ο Θεός να ευλογήσει τη νέα σχολική χρονιά που ξεκίνησε ήδη από χθες. Και εν συνεχεία σε μια συγκινητική και από καρδίας


    ομιλία του, ανέφερε πλην των άλλων και τα ακόλουθα : «Η περίοδος κατά την οποία όλοι πιστεύαμε ότι από μόνα τους μπορούν τα πράγματα να λειτουργήσουν, αυτή πέρασε ανεπιστρεπτί. Χρειάζεται κόπος, δουλειά, ιδρώτας που γίνεται Αγιασμός όπως λέγω εγώ, για να μπορέσουμε να δούμε καρπούς……… Εκκλησιαστικό, δηλώνει τον χαρακτήρα του και την συγκεκριμένη αποστολή και


    αυτό πρέπει να γίνεται κατανοητό από τον Σύλλογο και από τους μαθητάς. Είδα με πολύ χαρά στην χρονιά που πέρασε, με την ενότητα του Συλλόγου, με τον κόπο και τη δουλειά τους, με την άοκνη φροντίδα της Διευθύντριας αλλά και όλου του Συλλόγου μας, με τη συμμετοχή των παιδιών μας, να έχουμε αποτελέσματα ζηλευτά. Το σχολειό μας, έδειξε το πρόσωπό του, και πέρασε σε μια άλλη κατηγορία, αποδεικνύοντας δηλαδή όταν μπορούμε να δουλεύουμε, όταν θέλουμε να κοπιάσουμε, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Η περίοδος της ήσσονος προσπάθειας πέρασε όπως είπα……Ως Πατέρας και πρεσβύτερος αδελφός και υπεύθυνος του σχολείου, μιας και στην αγκαλιά της τοπικής Εκκλησίας της Νεάπολης αυτό από τον μακαριστό Γέροντα Μητροπολίτη Διονύσιο ιδρύθηκε, για τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό, παρακαλώ να συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια…… Θέλω να σας παρακαλέσω, όλους τους μαθητάς, τις μαθήτριες, να επιμείνετε στον αγώνα για την γνώση και την


    αρετή, σε έναν κόσμο που βιώνει την αποτυχία και την τραγωδία του, που πορεύθηκε χωρίς Θεό, αποιεροποιημένος, απαράκλητος, χωρίς παράκληση και παραμυθία. Το σχολειό μας πρέπει να δίνει μια μαρτυρία, στη ζωή της πόλης και της Μητρόπολης. Πρέπει να φανερώνει το πρόσωπό του. Το σχολείο πρέπει να λειτουργήσει ως κοινότητα και ως κοινόβιο. Χώρος δουλειάς, εργασίας, ενότητας, αγάπης, αλληλεγγύης, προσφοράς. Θέλω οι μαθηταί του Εκκλησιαστικού σχολείου να είναι οι καλύτεροι στο ήθος, στα πρόσωπά τους……. Το σχολείο έκανε πρωτοποριακές κινήσεις. Δικαιώθηκαν οι επιλογές του……….. Θέλω αυτή σας η αγωνία να μετατραπεί σε δημιουργικότητα, δουλειά και αγάπη για τα παιδιά μας. Να σκύψετε πάνω τους, αφουγκραστείτε τους, αγαπήστε τους και θα απολαύσετε την τιμή και τον σεβασμό. Είναι τα καλύτερα παιδιά της Μητρόπολής μου στο καλύτερο σχολείο…….. Ενότητα, δουλειά και αγάπη. Ο Θεός να ευλογεί την Πατρίδα μας, την πόλη μας, τη Μητρόπολή μας, τα παιδιά μας, το σχολειό, τους μαθητές, τους καθηγητές, τους γονείς, ο Θεός να μας ευλογεί όλους και να μας χαρίζει υπομονή, ενότητα και αγάπη…………… Καλή και ευλογημένη χρονιά. Σας ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου. Ο Θεός να μας ευλογεί».


    ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ κ.κ. ΒΑΡΝΑΒΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ – ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΑΠΟΛΗΣ


    Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

    “ΟΤΑΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΘΑΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΥΠΟΤΑΣΣΟΝΤΑΙ” - ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΩΤΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΣΑΑΚ


    “Διηγούντο οι πατέρες με θαυμασμό περί του μοναχού αυτού (Ισαάκ), ότι ήταν στο αρτοποιείο επί δύο έτη και είχε στην συνοδεία του εντός του αρτοποιείου και ένα φίδι, σαν αυτό που ο κόσμος ονομάζει “αστρίτες” και εδώ στο Όρος “αλαφιάτες”, το οποίο είχε μέγεθος 1,5 μέτρο περίπου. Το φίδι τόσο είχε εξοικειωθεί με τον γέροντα ώστε ανέβαινε και κοιμόταν στο ίδιο πρόχειρο κρεβάτι του διακονήματος, ο δε μοναχός Ισαάκ του ετοίμαζε χυλό από αλεύρι σε ένα δοχείο για να φάει και κατόπιν το φίδι αφού έτρωγε πήγαινε στην φωλιά του. Βοηθούσε πολύ αφού κυνηγούσε τους ποντικούς και όσο παρέμενε στο διακόνημα ο Ισαάκ έμεινε και το φίδι, μόλις ανέλαβε το αρτοποιείο άλλος μοναχός, έφυγε και το φίδι. Όπως οι πρωτόπλαστοι αναστρέφονταν με τα θηρία στον Παράδεισο, έτσι και στην μακαρία κατάσταση της απάθειας και της ακακίας, η φύση εξημερώνεται και υποτάσσεται”.


    ΠΗΓΗ : ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΡΧΙΜ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ, “ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ”, 1994, σ. 27.

    Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

    ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΕΝΔΟΞΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ - ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ


    "Ας επικαλεσθούμε πριν από όλα εδώ το Θεό, όχι για να επιτύχουμε μια έκφραση λόγου αντάξια προς τα πράγματα και κατάλληλη για το θέμα που μας απασγολεί -αυτό ξεπερνάει εντελώς τις ανθρώπινες ελπίδες- αλλά για να μπορέσουμε να φέρουμε κατά κάποιον τρόπο και όσο μας είναι δυνατόν το λόγο σε τέρμα και να μην υστερήσουμε πάρα πολύ από τους πολλούς, που έχουν μιλήσει σχετικά πριν από εμάς. Κι ακόμη, πράγμα που είναι πολυ σπουδαιότερο, για να ωφεληθούμε κάπως από το ζήλο και να κερδίσουμε ένα κάποιον αγιασμό από την ομιλία, σαν να τελούμε κάποιαν ιερή τελετή. Τα εύχομαι δε αυτά τα πράγματα, γιατί πιστεύω ότι με αυτά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τιμάται η υμνουμένη και ότι πριν από όλα θέλει γιά τους υμνητές της το όφελος της ψυχής. Αυτό το όφελος ζητεί πράγματι και διά μέσου εκείνων με τα οποία μας ευεργετεί και διά μέσου εκείνων τα οποία απαιτεί από εμάς σαν ανταπόδοση για ό,τι μας χαρίζει. Έπειτα oι πραγματικά μακάριοι εκείνοι άνδρες, oι οποίοι παρουσίασαν με το λόγο τους χάριν κοινής ωφελείας σ' αυτή τη ζωή το κοινό αγαθό, νομίζω ότι δεν έκαμαν λόγο για την Παρθένο συμπτωματικά ούτε την ύμνησαν απλώς σύμφωνα με τους κανόνες της Ρητορικής, αλλά όσο το δυνατό λαμπρότερα και με υπερβολική αφοσίωση και συναίσθηση οφειλόμενου χρέους. Γιατί δεν είναι βέβαια λογικό το να μήν υμνήση κανείς καθόλου τους κοινούς ευεργέτες ή να τους αντιπαρέλθη μέ λίγα απλώς λόγια, αυτούς που, κι αν ολόκληρο το σύμπαν έψαλλε με μια φωνή, δεν θα μπορούσε να τους εγχωμιάση όσο έπρεπε. 


    Αν ακόμη οι εργάτες ενός έργου είναι φυσικό να συμβαδίζουν και να ταιριάζουν πλήρως προς αυτό κι αν ο Κύριος του έργου γνωρίζη καλά, σαν σοφός που είναι, εκείνα τα οποία πρέπει να πράττωνται και δεν δυσκολεύεται καθόλου, σαν ισχυρός, στην πραγματοποίησή τους, ποιο πλήθος εγκωμίων δεν είναι μπροστά σου μικρό, ω μακάριο Ζεύγος; Γιατί σεις αξιωθήκατε να χρησιμοποιηθήτε από το Θεό για το καλύτερο και μεγαλύτερο, το παραδοξότερο και το κοινωφελέστερο έργο όλων των αιώνων θέλω να πω δηλαδή στο να περιβληθή ο Θεός την ανθρώπινη σάρκα και να γεννηθή ανάμεσα στους ανθρώπους παίρνοντας από σας τη μητέρα! 


    2. Γιατί, όπως ακριβώς oι συμφορές και τα σκάνδαλα συμβαίνουν κατ' ανάγκη στη ζωή μας, ο Κύριος όμως είπε «αλλοίμονο σε εκείνον που τα προξενεί», παρόμοια, ενώ όλοι όσοι υπήρξαν βοηθοί του ανθρώπινου γένους είναι αγαθοί και δικαιούνται να απολαμβάνουν τις γενικές τιμές, από όλους εσείς είσθε oι άριστοι και oι αξιώτεροι για επαίνους και τιμές. Και τόσο πολύ υπερέχετε από τους στρατηγούς και τους νομοθέτες και τους ιερείς και τους αρχηγούς του λαού και από όλους όσους έχουν κατά οποιονδήποτε τρόπο αγωνισθή για τους συνανθρώπους τους, όσο τα δικά τους κατορθώματα είναι ανάρμοστο ακόμη και να συγκρίνωνται με τις ευλογίες που χάρις σ'εσάς ήρθαν στους ανθρώπους. Γιατί, αν για να διατηρηθή στους ανθρώπονς η φθαρτή αυτή ζωή και να διασωθή μέσα σε λίγα σώματα η κοινή ανθρώπινη φύση μένοντας πάνω από την κοινή καταστροφή, διαλέχθηχε μεταξύ των τότε ανθρώπων ο πιο δίκαιος (ο Νώε)· αν επίσης για την απελευθέρωση των Εβραίων χρειάσθηκε ένας καθόλου τυχαίος στρατηγός, τιμήθηχε δε μ'αυτή την τιμή ο Μωυσής, γιατί ακριβώς αυτός μεταξύ των συγχρόνων του, αφού γύμνασε την ψυχή του προς κάθε αρετή, μπόρεσε να ιδή με ιδιαίτερο τρόπο το Θεό και να ακούση τη φωνή του· κι άν ακόμη για την ανάκτηση της γης της επαγγελίας ήταν αρκετός ο περίφημος Ιησούς (του Ναυή) και τέλος πριν από αυτούς o Αβραάμ έλαβε σαν βραβείο της ευσεβείας του το να γίνη πατριάρχης ενός έθνους που γνώριζε να σέβεται το Θεό· αν δηλαδή γενικά δεν υπάρχη ευεργέτης της ανθρωπότητος που να μην είχε προηγουμένως καταστήση την ψυχή του σύμφωνη και σύμμετρη προς τα αγαθά τα οποία έγινε αιτία να έρθουν και στους άλλους, πόσο σπουδαίους είναι λογικό να θεωρήσουμε τους διακόνους εκείνους, που χρησιμοποίησε ο Θεός σαν όργανα της φιλανθρωπίας του ή συνεργάτες του ή όπως αλλοιώς πρέπει καλύτερα να τους αποκαλέσουμε, όταν θέλησε να καταθέση στον κόσμο αυτή την υπέροχη χάρη, όταν δηλαδή ήρθε ο καιρός να λυτρωθή η οικουμένη από την τυραννία των δαιμόνων, να εισαχθή στη ζωή των θνητών η αθανασία, να φυτευθή στις ψυχές των ανθρώπων η αγγελική ζωή και γενικά να ενωθή ο ουρανός με τη γη; 

    Γιατί είναι φανερό ότι την οργή, το θυμό και τη θλίψη, που έπρεπε να υποστούν oι κακοί, τα έστειλε ο Θεός με αγγέλους κακούς, ενώ τα αγαθά τα έδωσε με τους αγαθούς. Έτσι και τις μεγαλύτερες από όλες τις δωρεές τις επραγματοποίησε ο Θεός στους ανθρώπους διά μέσου εκείνων που ήσαν από κάθε άποψη oι άριστοι. Και από το Μωυσή λοιπόν και από τον Νώε και από τον Αβραάμ και από όλους εκείνους, διά μέσου των οποίων το ανθρώπινο γένος καρπώθηκε τα ωφέλιμα πράγματα, εσείς υπήρξατε πολύ πιο δίκαιοι και πιο πιστοί τηρητές των νόμων και πιο αγαπητοί στο Θεό. Γιατί το γεγονός ότι μπορέσατε να πραγματοποιήσετε τόσο μεγάλα πράγματα ενώπιον του Θεού και τιμηθήκατε εξ αιτίας τους με τόσο αξιοθαύμαστη τιμή, είναι λαμπρή απόδειξη ότι είσθε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους αγαπητοί στο Θεό. Κι αυτό πάλι το τελευταίο αποδεικνύει καθαρά ότι τηρήσατε το νόμο του Θεού περισσότερο από όλους τους ανθρώπους κι ότι τους ξεπεράσατε όλους στην αρετή. Κι άν εξ άλλου είναι πρέπον να αποκαλέσουμε καρπό δικό σας τη μακαρία Παρθένο -και "από τους καρπούς του, λέγει ο Κύριος, γνωρίζεται ο καθένας"- ποιος καρπός θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθή μεγαλύτερος, αφού δεν ήταν ένα απλό γέννημα της φύσεως το τέκνο σας, αλλά υπήρξε έργο της προσευχής και της αρετής σας; Γιατί βέβαια η φύση ήταν ανίκανη να παραγάγη ένα τόσο υπέροχο καρπό, πράγμα που εξ ολοκλήρου παραχωρήθηχε από το Θεό. Είναι δε φανερό ότι ο Θεός ακολούθησε τις προσευχές σας κι ότι πάλι η προσευχή σας πήρε τη δύναμή της από την αρετή σας. Αλλά και το γεγονός ότι oι απόγονοι που κάνουν τους γεννήτορες ευτυχείς είναι δώρα του Θεού, φανερώνει ότι από το μέγεθος των δώρων αποδεικνύεται η αγιότης αυτών πού τα έλαβαν, ακριβώς όπως από το στεφάνι είναι κατά τη γνώμη μου δυνατό να καταλάβουμε τον αθλητή. Γιατί με κανέναν τρόπο βέβαια δεν μπορεί να είναι προσωπολήπτης ο Θεός, αυτός που όλα τα πράγματα "τα μετράει με ακριβοδίκαια μέτρα και σταθμά". 

    3. Εξ άλλου, όπως η χάρη είναι ο σκοπός και το συμπλήρωμα του νόμου και όπως, καθώς γνωρίζουμε, τα νέα είναι πάντοτε καρποί των παλαιών, -δεν είναι δε ποτέ δυνατόν να δώση καρπό κάτι που δεν είναι τέλειο- είναι φανερό ότι θρέψατε με τη ζωή σας και καταστήσατε τέλειο το φυτό του νόμου. Γιατί αλλοιώς δεν θα μπορούσατε ασφαλώς να φέρετε στον κόσμο τον καρπό του νόμου, το θησαυρό της χάριτος, την Παρθένο. Αλλά είναι ακόμη γεγονός ότι αξιώνεται να δέχεται μεγάλες ευεργεσίες από το δίκαιο Θεό εκείνος που επιμελήθηχε όπως έπρεπε τις μικρές. Πώς λοιπόν επομένως δεν είναι λαμπρή απόδειξη του ότι τηρήσατε εξ ολοκλήρου το νόμο κι ότι σεβασθήκατε περισσότερο από κάθε άλλον τη Σκηνή του Μαρτυρίου το γεγονός ότι εσείς μόνοι αξιοθήκατε να φέρετε στον κόσμο- ή, ακόμη περισσότερο, να δημιουργήσετε- την αληθινή Σκηνή του Θεού, μπροστά στην οποία η Σκηνή του Μαρτυρίου είναι τόσο μικρή, ώστε να μην αποτελή παρά μια εικόνα της μόνο και μια σκιά; Γιατί βέβαια δεν θα μπορούσατε να γίνετε άξιοι των μεγαλυτέρων, αν δεν αποδίδατε την αξία που έπρεπε στα μικρότερα. Κι ούτε θα ήταν δυνατόν να λάβετε την αλήθεια, αν αδιαφορούσατε για την προτύπωσή της. 

    Και όπως ακριβώς ο Σωτήρας, που επρόκειτο να φέρη στην ανθρωπότητα τον καινό νόμο έπρεπε να εφαρμόση προηγουμένως σ' όλη του την πληρότητα τον παλαιό, παρόμοια κι εσείς, που βρεθήκατε στα πρόθυρα του καινού νόμου κι είχατε προπαρασκευασθή για την υποδοχή του ναού της χάριτος, ήταν απόλυτη ανάγκη να γίνετε προηγουμένως ακριβείς τηρητές του νόμου. Γιατί η χάρη είναι το πλήρωμα του νόμου. Και πώς βέβαια θα μπορούσατε να προσθέσετε ό,τι έλειπε, όταν δεν είχατε oι ίδιοι ανταποκριθή σ' αυτό που υπήρχε; Πώς θα μπορούσατε να βάλετε τη στέγη του νόμου, αν προηγουμένως δεν είχατε οικοδομήσει καλά ολόκληρη την oικία; Η πονηρία των Εβραίων έγινε φανερό πόσο μεγάλη υπήρξε από το ότι εξαφάνισαν το νόμο και καταθρυμμάτισαν τις πλάκες, στις οποίες ήταν γραμμένος, αφού για το Μωυσή δεν ήταν βέβαια ανεκτό να εμπιστευθή σε αυτιά μεθυσμένων εκείνα που αυτός αξιώθηκε να δεχθή με νηφάλια σκέψη, νηστεία και κόπους πολλούς. Αντίθετα, το γεγονός ότι σεις αναδείξατε την Παρθένο, το ότι δημιουργήσατε το ζωντανό εκείνο βιβλίο, το οποίο δεν περιείχε απλώς τον νόμο, αλλά το νομοθέτη τον ίδιο, είναι τρανή απόδειξη της υπέροχης αρετής σας. Και ενηστεύσατε και ακούσατε, αφού προσευχηθήκατε, όπως ο Μωυσής τη θεία φωνή. Δεν επιτύχατε όμως απλώς ό,τι εκείνος, αλλά, ενώ εκείνος πέτυχε να πάρη με τις προσευχές του το νόμο που έπαυσε να ισχύη μετά από λίγο, εσείς επιτύχατε το αίμα που ίδρυσε και σφράγισε την Καινή Διαθήκη, το αίμα που έκαμε δικό του ο Θεός και "εισήλθε" με αυτό "εις το ενδότερον του καταπετάσματος, λύτρωσιν ευράμενος αιωνίαν", όπως λέγει ο Παύλος. 

    4. Τι λοιπόν υπάρχει αγιώτερο από τα στόματα που μπόρεσαν να υψώσουν προς το Θεό τέτοια φωνή; Τι είναι ίσο με τις ευχές εκείνες, που προσευχήθηκαν τόσο αποτελεσματικά; Από ποιες θυσίες δεν είναι πιο αγαπητες αυτές οι ψυχές στο Θεό; Από ποια θυσιαστήρια δεν είναι πιο ιερές; Γιατί ήταν ανάγκη από αυτή τη ρίζα και με αυτόν τον τρόπο η μητέρα του Θεού να λάβη το πνευματικό σώμα της: να γεννηθή από τους ανθρώπους εκείνους που ήταν περισσότερο από όλους τους άλλους οικείοι στο Θεό και με τη δύναμη της προσευχής. Έπρεπε δηλαδή εκείνη η οποία συνένωσε τους ανθρώπους με το Θεό, διαλύοντας το μίσος που υπήρχε μεταξύ τους, κι άνοιξε στις προσευχές των ανθρώπων το δρόμο για τον ουρανό, γκρεμίζοντας το διαχωριστικό τείχος, να έρθη στη ζωή χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες βάσεις και αφετηρίες: Κι αν συνέβησαν τα ίδια και σε άλλους και γεννήθηκαν σαν καρπός προσευχής -είτε πριν από αυτή είτε κατόπιν- είναι φανερό ότι η Παρθένος δεν είναι η αιτία μόνο σε όσους ήρθαν μετά από αυτήν, αλλά έχοντας ανοίξει το θησαυρό των χαρίτων γιά όλους, αυτή είναι εκείνη στην οποία αναφέρονται και στην οποία οδηγούν και τα προηγούμενα. Γιατί κι ό,τι καλό υπήρχε πρίν, από εκεί προερχόταν: είτε όπως προέρχεται από το σώμα η σκιά, παίρνοντας από αυτό τη μορφή και το σχήμα -επειδή τα γεγονότα της Παλαιάς με αυτόν τον τρόπο σχετίζονται προς τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης- είτε γιατί η Παρθένος ήταν το κοινό κόσμημα όλων και πριν ακόμη έρθη στή ζωή, γιατί ο Θεός με τις τιμές που έκανε στο γένος από μακριά την μητέρα του κοσμούσε. 

    Επομένως, δεν συνέβησαν όλα αυτά καθόλου -ούτε κατά το ελάχιστο- με τον ίδιο τρόπο σ'εκείνους και στην Πάναγνη, αλλά υπάρχει μεταξύ τους η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη σκιά και στην αλήθεια, στο αποτύπωμα και στα ίδια τα πράγματα. Όπως ακριβώς υπήρχε και στους παλαιούς- πριν από το μεγάλο Θύμα- αίμα που καθάριζε τις αμαρτίες, αλλά στην πραγματικότητα τόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στις δύο θυσίες, όση είναι και η ομοιότης τους στις μορφές και τα ονόματα. Και στις δύο προσφέρεται πράγματι θυσία με αίμα για άφεση αμαρτιών. Το ίδιο συμβαίνει ακριβώς και εδώ. Έτσι η Παρθένος είναι και το μοναδικό αληθινό κατόρθωμα προσευχής αγίας -που δεν είχε τίποτε το ανεπιθύμητο- και η μόνη που υπήρξε δώρο του Θεού άξιο και για να το δώση ο Θεός και για να το λάβουν αυτοί που το ζήτησαν. Γιατί ό,τι είχε η Παρθένος ταίριαζε και στο χέρι που έδινε και στο χέρι που λάβαινε. 

    Γι' αυτό το λόγο ήταν επόμενο στη γέννηση της Πανάγνου να μην μπορή τίποτε να εισφέρη η φύση, αλλά να την πραγματοποιήση εξ ολοκλήρου αυτός που προσκλήθηκε. Ήταν επόμενο, αφήνοντας κατά μέρος τη φύση, να δημιουργήση ο Θεός τη Μακαρία, για να το πούμε έτσι, κατά τρόπον άμεσο, όπως τον πρώτο άνθρωπο. Επειδή βέβαια πολύ κανονικά και κατ' εξοχήν είναι πρώτος άνθρωπος η Παρθένος, αυτή που πρώτη και μόνη φανέρωσε την ανθρώπινη φύση. Κι αυτό έχει ως εξής: 

    5. Ανάμεσα στα πολλά δώρα που ο Θεός έχει ήδη δώσει στους ανθρώπους ή επρόκειτο να δώση, σαν βραβεία στον αγώνα για την τήρηση των πρώτων, εκείνο που περισσότερο από όλα δημιουργεί τον άνθρωπο, η συγκεφαλαίωση όλων, είναι το να αγαπά με τρόπο καθαρό το Θεό, το να ζη έλλογα, το να κυριαρχή τα πάθη του και να είναι σ' αυτόν άγνωστη και η παραμικρή αμαρτία. Τη δύναμη δε που χρειάζεται για να ζούμε κατ' αυτόν τον τρόπο και να είμαστε ανώτεροι και απόλυτα καθαροί από κάθε κακία την έβαλε ο Θεός μέσα μας την ώρα της δημιουργίας, ώστε στην αρχή μεν να υπερνικούμε την αμαρτία όχι χωρίς κόπους, αλλά με αγώνα, αφού δε παρουσιάσουμε και αξιοποιήσουμε μέχρι τέλους όλες τις δικές μας δυνατότητες, να σταματούν τότε οι κόποι και να είμαστε αγαθοί και να μένουμε αναμάρτητοι χωρίς αγώνες, έχοντας επιτύχει και αυτή την αφθαρσία του σώματος. 

    Γιατί αλλοιώς, το να είναι ο άνθρωπος κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργημένος, δεν θα ήταν βέβαια πράγμα λογικό. Γιατί, αν τόσο πολύ έκλινε προς την αμαρτία η φύση μας, ώστε μολονότι αγωνιζόμαστε με όλα τα μέσα εναντίον της, να μη μπορούμε να μείνουμε εντελώς καθαροί από τα τραύματά της και το κακό ήταν μ' αυτόν τον τρόπο μέσα μας αμετακίνητο, θα ήμαστε πριν απ' όλα χειρότεροι κι απ' αυτά τα άλογα ζώα, στα οποία δεν υπάρχει τίποκε το κακό. Εξ άλλου θα ήταν αδύνατον να μην κατηγορήσουμε σ' αυτή την περίπτωση το Δημιουργό, τόσο ως μη εξ ολοκλήρου αγαθό και ως αίτιο κακών, όσο και ως μη δικαιοκρίτη πάντοτε αφού ζητεί από μας αυτά που δεν κατέθεσε στη φύση μας και κρίνοντάς μας απαιτεί ανταπόδοση για όλες τις αμαρτίες, μολονότι ο ίδιος δεν ώπλισε τον άνθρωπο εναντίον όλων. Αν πάλι μας είχε συνδέσει από την αρχή με τις καλές πράξεις, έτσι ώστε να είμαστε αγαθοί χωρίς oι ίδιοι να έχουμε αγωνισθή στο παραμικρό, θα ήταν ασφαλώς αδύνατο να ήμαστε μ' αυτόν τον τρόπο αληθινά αγαθοί, αφού δεν θα είχαμε τρέξει oι ίδιοι με τη θέλησή μας προς το καλό και την αρετή, αλλά θα είχαμε παρασυρθή και υποστή μάλλον παρά ενεργήσει το αγαθό. Έπειτα πώς θα χρησιμοποιούσαμε την ελευθερία της βουλήσεως, την οποία ελάβαμε για να διαφέρουμε από τα ζώα, που οδηγούνται από τα φυσικά ένστικτα και βαδίζοντας, μόνοι οι άνθρωποι, με τη θέλησή μας να έχουμε την ελευθερία σαν αφορμή επαίνων και στεφάνων; Εξ άλλου ούτε προς το Θεό ούτε προς τις χάριτες με τις οποίες αυτός προίκισε την ανθρώπινη φύση θα ταίριαζε το να μην καταπαύουν κάποτε oι αγώνες για την αρετή, αλλά να έχη αφεθή ο άνθρωπος να παλεύη ατέλειωτα, να μη γνωρίζη δηλαδή ποτέ κανένα τέρμα στους αγώνες. Γιατί σ' αυτή την περίπτωση τίποτε δεν θα ήταν αθλιώτερο από τον άνθρωπο, αφού κάθετι άλλο έχει το σκοπό στον οποίον οδηγείται και το τέρμα στο οποίο πρέπει να καταλήξη. Γι'αυτό είναι απόλυτη ανάγκη να πιστεύουμε ότι ο Θεός εναπέθεσε στη φύση μας δύναμη για την αντιμετώπιση κάθε αμαρτίας κι έδωσε την εντολή να μετατρέψουμε εμείς τη δύναμη σε ενέργεια. Και τότε, αφού με τη χρησιμοποίηση των δικών μας μέσων θα γινόμαστε με τις δυνάμεις του ίδιου μας του εαυτού αγαθοί, θα πρόσθετε ο Θεός ό,τι εξαρτάται από αυτόν, θα ολοκλήρωνε έτσι μέσα μας τον αγαθό άνθρωπο και θα κατέπαυαν οι αγώνες και η σπουδή. Γιατί σε τι άλλο χρειαζόμαστε τους αγώνες παρά στο να προφυλαγώμαστε, όσo η αρετή είναι ακόμη μέσα μας ατελής, από το κακό που μας περιβάλλει και να μη στεκώμαστε πολύ μακριά από τις αρετές που βρίσκονται απέναντί μας; Ενώ τότε, όταν o Θεός, το τελειότατο αγαθό, γίνη εξ ολοκλήρου κύριος των επιθυμιών μας και δεν αφήση μέσα μας τίποτε που να μην το γεμίση από τον εαυτό του, δεν θα υπάρχη κανένας κίνδυνος και καμμιά -ούτε η παραμικρή- προς την αμαρτία μέσα μας ροπή. 

    Κατ' αυτόν τον τόσο μεγαλειώδη τρόπο ο Θεός εδημιούργησε τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι όμως, ενώ τόσο καλή έλαβαν τη φύση από το πλαστουργό εκείνο χέρι, και τόσο καλύτερη θα τη λάβαιναν, αν έμεναν πιστοί στις πρώτες δωρεές, τόσο πολύ τη διέστρεψαν, ώστε ούτε αυτά που είχαν διαχειρίσθηκαν και ούτε χρησιμοποίησαν όπως έπρεπε ούτε, πολύ περισσότερο, μπόρεσαν να πετύχουν τα δεύτερα και πολύ ανώτερα, εκείνα που θα λάβαιναν αν αποδεικνύονταν καλοί οικονόμοι των πρώτων. Και η δύναμη βέβαια κατά της αμαρτίας υπήρχε στη φύση και βρισκόταν μέσα σε όλους, κανείς όμως δεν τη μετέτρεπε σε έργο, ούτε υπήρξε κανείς που να έζησε χωρίς να αμαρτήση. Αλλ' η αρρώστια ξεκινώντας από τον πρώτο άνθρωπο και προχωρώντας διά μέσου όλων κυριάρχησε σε όλους. Έμοιαζε έτσι να είναι φύση μας το κακό. Και η φυσική ομορφιά του ανθρώπου έμενε κρυμμένη κι ήταν μέσα στα αναρίθμητα ανθρώπινα σώματα ο άνθρωπος αφανής. Γιατί όλοι έκαναν χρήση των πιο κακών τάσεων της ψυχής και το αγαθό που υπήρχε μέσα της δεν φαινόταν πουθενά, αφού κανείς δεν ζούσε σύμφωνα με εκείνο. 

    6. Αλλά η πανάμωμη Παρθένος, χωρίς να έχη για πόλη της τον ουρανό, χωρίς να έχη γεννηθή από τα ουράνια σώματα, αλλά από τη γη -από αυτό το ξεπεσμένο γένος, που ξέχασε την ίδια του τη φύση- και κατά τον ίδιο με όλους τρόπο, μόνη αυτή από όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών αντιστάθηκε από την αρχή ως το τέλος σε κάθε κακία. Απέδωκε έτσι στο Θεό αμόλυντη την ωραιότητα που χάρισε στή φύση μας και χρησιμοποίησε, αυτή μόνη, όλα τα όπλα και όλη τη δύναμη που έβαλε μέσα μας. Με τον έρωτα που είχε για τον Θεό, με τη ρωμαλεότητα της σκέψεώς της, την ευθύτητα της θελήσεως και τη μεγαλειώδη σωφροσύνη της έτρεψε σε φυγή κάθε αμαρτία κι έστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, που δεν μπορεί με τίποτε να συγκριθή. Με όλα αυτά φανέρωσε τον άνθρωπο τέτοιον που αληθινά δημιουργήθηκε, φανέρωσε δε και το Θεό, την άφατη σοφία και την απέραντη φιλανθρωπία του. Έτσι αυτόν που παρουσίασε έπειτα, αφού τον περιέβαλε με ανθρώπινο σώμα, αισθητά στα μάτια όλων, τον αποτύπωσε και τον εικόνισε προηγουμένως με τα έργα της επάνω στον εαυτό της. Και ήταν δυνατόν από όλα τα κτίσματα διά μέσου αυτής μόνης "νά γνωρίσουμε αληθινά το Δημιουργό". Ούτε o νόμος αποδείχθηκε ικανός να φανερώση τη θεία χρηστότητα και σοφία ούτε οι γλώσσες των προφητών ούτε η τέχνη του Δημιουργού που αποκαλύπτει η ορατή δημιουργία ούτε ο ουρανός που διηγείται κατά τον ψαλμωδό "δόξαν Θεού" ούτε ακόμη η φροντίδα και η πρόνοια των Αγγέλων για το ανθρώπινο γένος ούτε τέλος κανένα άλλο από τα δημιουργήματα. Γιατί μόνος ο άνθρωπος, που φέρει μέσα του την εικόνα του Θεού, όταν φανερωθή αυθεντικά τέτοιος που είναι, χωρίς να έχη επάνω του τίποτε το νόθο, θα μπορούσε να αποκαλύψη αληθινά τον ίδιο το Θεό. Αλλά ανάμεσα στους ανθρώπους που υπήρξαν ή πρόκειται να υπάρξουν εκείνη η οποία τα επραγματοποίησε όλα αυτά και διεφύλαξε κατά τρόπο λαμπρό την ανθρώπινη φύση ανόθευτη από κάθετι ξένο είναι η μακαρία Παρθένος. Γιατί κανένας από τους άλλους δεν ήταν "καθαρός από ρύπου", όπως λέγει ο προφήτης. Και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που βρίσκεται πέρα από κάθε θαύμα και προξενεί έκπληξη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σ' αυτούς τους Αγγέλους και ξεπερνάει κάθε ρητορική υπερβολή: το πώς, ενώ η Παρθένος ήταν μόνο άνθρωπος και δεν είχε τίποτε περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, μπόρεσε να διαφύγη, μόνη αυτή, την κοινή αρρώστια. 

    7. Πώς το μπόρεσε; Ποιούς λογισμούς χρησιμοποίησε; Ακόμη περισσότερο, πώς της δημιουργήθηχε αρχικά αυτή η επιθυμία και θέλησε να ριχθή σ'αυτόν τον αγώνα, τον οποίο κανείς από τους συνανθρώπους της δεν ακούσθηκε ότι είχε ποτέ κερδίσει; Ποιούς οδηγούς είχε μπροστά της; Ποιος της έδωκε ελπίδες ότι θα νικήση; Από πού άντλησε το απαιτούμενο θάρρος; Γιατί η ανθρώπινη φύση ήταν πεσμένη, είναι δε απερίγραπτη η φαυλότης μέσα στην οποία ζούσε το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων. Λίγοι ήσαν oι καλοί κι είχαν κι αυτοί ανάγκη από εκείνους που θα τους στηρίξουν. Τόσο πολύ απείχαν από το να είναι χρήσιμοι στους άλλους. 

    Τι λοιπόν ήταν εκείνο που έδωκε τη νίκη στην Παρθένο, αφού ούτε ήρθε στη ζωή πριν από όλους τους ανθρώπους, ώστε να έχη λάβει φύση καθαρή από κάθε κακία, ούτε μετά από τον καινό Άνθρωπο και την νέα κλίση και δύναμη που έλαβαν oι άνθρωποι από Αυτόν; Γιατί δεν θα ήταν βέβαια καθόλου παράδοξο να νικήση ο Αδάμ την αμαρτία, αφού δεν υπήρχε τίποτε που να μην τον ωθή προς την αρετή και να μην τον απομακρύνη από την κακία. Είχε πράγματι για διαμονή τόπο γεμάτο από κάθε είδους τέρψη, ζωή απαλλαγμένη από κόπους, σώμα που δεν είχε δοκιμάσει φθορά, ψυχή άγευστη ακόμη από κάθε αμαρτία. Δεν είχε για γενάρχη του έναν άνθρωπο, αλλά, κατά τρόπον άμεσο, τον ίδιο το Θεό. Αυτόν γνώριζε και σαν πατέρα της φύσεως και σαν παιδαγωγό και νομοθέτη κι ήταν πλασμένος έτσι, ώστε να βρίσκεται με Αυτόν σε κάθε είδους κοινωνία και σχέση. Ήταν επομένως φυσικό όλα αυτά να κρατούν μέσα του άσβεστη την αγάπη για το Θεό. Αν πάλι απείχαν από κάθε κακία εκείνοι που γεννήθηκαν μετά τη χάρη και τη συμφιλίωση με το Θεό, μετά το Χριστό, το καινό Θύμα, και την έκχυση του Πνεύματος και τη μυστική γέννηση του Βαπτίσματος και τη φρικτή τράπεζα της θ.Ευχαριστίας, εκείνοι που έχουν δεχθή τόσα πολλά και τόσο υπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια το αξιοθαύμαστο δεν θά παρουσίαζαν. Ας έρθουμε όμως στην περίπτωση της Παρθένου. Αφού τόσο σκληρή και δύσκολη είναι η μέχρι τέλους αντίσταση στην αμαρτία, ώστε ο πρώτος άνθρωπος που υπήρξε στη γη να είναι και ο πρώτος που άρχισε την παρανομία και παρά τα τόσα όπλα που είχε για να αγωνισθή για το καλό και την αρετή δεν άντεξε στην προσβολή κι έπεσε αμέσως στην αμαρτία και εκείνοι, εξ άλλου, που ήρθαν μετά το λουτρό του Βαπτίσματος και τη χάρη -και εννοώ τους πιο ενάρετους από όλους, αυτούς που αφιερώθηκαν στην εύρεση του ύψιστου αγαθού κι έγιναν κύριοι του εαυτού τους- υπάρχουν κακά για τα οποία δεν είναι εντελώς ανεύθυνοι και έχουν γι' αυτό ανάγκη από την συνεχή κάθαρση των Μυστηρίων, ποια γλώσσα μπορεί να υμνήση όπως πρέπει και ποιος νους να λάβη ιδέα του πόσο καθαρή από κάθε κακία διατήρησε την ψυχή της η Παρθένος, πόσο καθαρός άνθρωπος -σαν να ήταν ολόκληρη μόνο ευγνωμοσύνη- υπήρξε, αφού αυτά που κανείς από τους ανθρώπους εκείνους που ήσαν από κάθε άποψη προετοιμασμένοι δεν μπόρεσε να τα επιτύχη, αυτή τα επραγματοποίησε εξ ολοκλήρου, χωρίς μάλιστα να χρειασθή βοήθεια από κανέναν; Kι αυτό μολονότι δεν ήρθε στη ζωή ούτε πριν από την κοινή αρρώστια της φύσεως ούτε μετά τον κοινό ιατρό, αλλά στο μεσουράνημα του κακού και βρέθηχε μέσα στον τόπο της καταδίκης, σε μια φύση που έμαθε πάντοτε να νικιέται, σε σώμα που δουλεύει στο θάνατο, κατά την περίοδο που όλοι όσοι μπορούσαν να βοηθήσονν στην πραγματοποίηση της κακίας ήσαν υπερβολικά κοντά, ενώ όλοι εκείνοι που γνώριζαν να συμπολεμούν απουσίαζαν. Γιατί είτε ιδούμε το γεγονός οτι πριν από την κοινή συμφιλίωση, πριν να έρθη στη γη ο δημιουργός της ειρήνης, αυτή η ίδια διέλυσε μέσα της την έχθρα που υπήρχε στην ανθρώπινη φύση κατά του Θεού και άνοιξε τον ουρανό και προσείλκυσε τη χάρη και έλαβε τη δύναμη ν' αγωνισθή κατά της αμαρτίας, αυτό το θαύμα ξεπερνάει ασφαλώς κάθε ανθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο υπέροχη πρέπει να είναι η συνεισφορά της Παρθένου, αφού μπόρεσε ν' αποδειχθή ισάξια με εκείνη του μεγάλου Θύματος; -Είτε πάλι θεωρήσουμε το γεγονός ότι, μολονότι η ανθρώπινη φύση ήταν εχθρική, τόσα πολλά μπόρεσε να πραγματοποιήση η πρόθεση της Παρθένου, και ενώ ο φραγμός της έχθρας υπήρχε ακόμη, αυτή συνδέθηκε με τον Θεδ και ότι το τείχος εκείνο που χώριζε ολόκληρη την οικουμένη από το Θεό δεν άντεξε στην προθυμία μιας ψυχής, από αυτό τι υπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί ούτε βέβαια την εδημιούργησε ο Θεός επίτηδες την Παρθένο έτσι, ώστε να ζη αναγκαστικά με αυτόν τον πάναγνο τρόπο ζωής, ούτε, ενώ η ίδια πρόσφερε ό,τι και οι άλλοι, την ετίμησε ο Θεός με μεγαλύτερα από τους άλλους βοηθήματα. Αλλά η Παρθένος νίκησε την πρωτάκουστη και θαυμαστή αυτή νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τον εαυτό της και τα όπλα που έδωσε ο Θεός σε όλους τους ανθρώπους για τον αγώνα της αρετής. 

    8. Γιατί το να νομίση κανείς ότι ο Θεός δημιουργεί μέσα στα ήθη των ανθρώπων την αρετή όπως και τα άλλα δημιουργήματα, είναι πράγμα που αντίκειται πριν από όλα στην ίδια την φύση της αρετής, η οποία είναι προαιρετικό αγαθό και έργο της προσωπικής μας θελήσεως. Γιατί ακριβώς σ' αυτούς που το "είναι" έγκειται στο γεγονός ότι είναι λογικά και με ελεύθερη θέληση όντα, το "ευ είναι" δεν μπορεί παρά να υπάρχη στην καλή χρήση της λογικότητος και της αυτόνομης θελήσεώς τους. Ούτε βέβαια είναι δυνατόν το "ευ" να καταστρέφη το "είναι" ούτε η πρόοδος στην αρετή θα μπορούσε ποτέ να μειώνη τα καλά που εκ φύσεως έχουμε, αφού προορισμός της είναι να τα αυξάνη. Γιατί θα ήταν ασφαλώς άτοπο αυξάνοντας την αρετή να μειώνουμε τήν ελευθερία, να καταστρέφουμε δηλαδή έτσι με τα καλά έργα τον ίδιο μας τον εαυτό, αυτό που εκ φύσεως είμαστε. Αλλά η υιοθέτηση αυτών των σκέψεων είναι αρχή για χίλια δυο ατοπήματα. Γιατί είναι ανάγκη να παραδεχθούμε τότε ένα από τα δύο: ή ότι κανείς δεν έχει ευθύνη για καμμιά αμαρτία του και ότι, αντίστοιχα, οι αγαθοί δεν κερδίζουν δίκαια τα βραβεία -αφού δεν οδηγούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους ούτε είναι κύριοι της θελήσεώς τους- ή, αν δεν το παραδεχώμαστε αυτό, πρέπει ασφαλώς να πιστεύουμε ότι είναι άδικος ο Θεός, αφού, διαχωρίζοντας τους ανθρώπους, άλλους στεφανώνει και άλλους καταδικάζει στις έσχατες των ποινών, χωρίς ούτε στο ένα ούτε στο άλλο να ενεργή λογικά. Θα ήταν δε κατ' εξοχήν μοχθηρό, εάν, ενώ έχει τη δυνατότητα να αναδείξη όλους τους ανθρώπους αρίστους και το χέρι του μπορεί να μοιράση τα αγαθά κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους, δεν το έκανε. 

    Πώς θά ήταν έτσι δυνατόν να ισχύη ακόμη το ότι o Θεος δεν "λαμβάνει πρόσωπον ανθρώπου" και ότι "πάντας θέλει σωθήναι" και ότι αποτελεί για τους ανθρώπους το αγαθό εκείνο που προσφέρεται σε κοινωνία και μετοχή τόσο περισσότερο από όλα -και από τον ήλιο και από το φως και τα υπόλοιπα- όσο περισσότερο "κενώθηκε" και όσο περισσότερο είναι πλούσιο αγαθό; Αλλ' αυτό δεν είναι μόνο ένα συμπέρασμα και ένας συλλογισμός. Γιατί είναι εντελώς φανερό ότι ο Θεός ετίμησε όλους τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη από τις δωρεές εκείνες που βοηθούν τον άνθρωπο να ζήση την αληθινή ζωή. Αν όμως τιμήθηκαν όλοι με τη μεγαλύτερη, είναι φανερό ότι έλαβαν όλοι την ίδια. Γιατί μεγαλύτερο αγαθό, δηλαδή αγαθό που να οδηγή κατά καλύτερο τρόπο προς την αρετή από την κατά σάρκα ζωή και πολιτεία του Σωτήρα, από το θάνατο, την ανάσταση και όλα τα άλλα που προέρχονται από αυτά -και που ολόκληρη η οικουμένη μπορεί να απολαμβάνη εξ ίσου- είναι βέβαια και αδύνατο να δημιουργήση κανείς και το να θεωρήση ότι είναι δυνατόν να γίνη κάτι τέτοιο, πράγμα από τα πιο παράλογα. Επομένως η βοήθεια με την οποία εβοήθησε τη μητέρα Του δεν είναι καθόλου μεγαλύτερη από εκείνη την οποία εχάρισε γενικά σ' όλους τους ανθρώπους. 

    9. Έτσι η Πανάμωμη με τα νόμιμα χαρίσματα και την αξιοποίησή τους η ίδια έπλεξε στον εαυτό της αυτό το στεφάνι. Γιατί, ενώ η βοήθεια που δέχθηχε από το Θεό ήταν η ίδια με εκείνη που δέχθηκαν όλοι, αυτή τόσο πολύ ξεπέρασε τους άλλους με όσα πρόσθεσε από τον εαυτό της, ώστε όχι μόνο να νικήση παντού όπου εκείνοι νικήθηχαν, αλλά και να νικήση τόσο λαμπρά, ώστε η νίκη της να επαρκέση και για την προσωπική της δόξα, αλλά και για τους άλλους ανθρώπους και να είναι σαν μια νίκη που την επέτυχαν όλοι. Γιατί δεν απέδειξε χειρότερο το ανθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σαν ένας αντίδικός του, αλλά το εκόσμησε. Ούτε το έκαμε να ντρέπεται σα να νικήθηχε, αλλά το φανέρωσε λαμπρότερο. Ούτε με το να γίνη η ίδια εξαιρετικά ωραία αποκάλυψε την ασχήμια των ομοφύλων της, αλλά τους χάρισε ωραιότητα. Ούτε πάλι με το ότι υπερασπίσθηκε με επιτυχία την ανθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας έτσι καθαρά την αιτία της αμαρτίας στον κάθε άνθρωπο χωριστά, έκαμε βαρύτερες τις ευθύνες για τους ανθρώπους. Αντίθετα, έχοντας η ίδια ευδοκιμήσει με πρωτοφανή τρόπο, κατήσχυνε και νίκησε την αμαρτία, για να απαλλάξη από κάθε κακία τους κατησχυμμένους και νικημένους. Κι έτσι το κάλλος, που δόθηκε στην ανθρώπινη φύση, δεν το διατήρησε ανόθευτο από κάθε ξένο στοιχείο μόνο στον εαυτό της, αλλά, όσο ήταν δυνατόν, και σε όλους τους άλλους ανθρώπους. 

    10. Και αν ήθελε κανείς να εξετάση, θα μπορούσε να βρη για όλα τούτα πολλές και λαμπρές αποδείξεις. Πριν από όλα, τίποτε δεν εμπόδισε το Θεό να κατέλθη και να σκηνώση μέσα της μόλις χρειάσθηκε. Γιατί δεν θα μπορούσε βέβαια να κατέλθη, αν ήταν οικοδομημένο ανάμεσά τους το διαχωριστικό τείχος, πράγμα που θα συνέβαινε, αν υπήρχε μέσα της κάτι συγγενικό προς την αμαρτία, γιατί, όπως λέγει ο Προφήτης, «oι αμαρτίες σας διαχωρίζουν ανάμεσα σε σας και σε μένα». Κι ούτε βέβαια πρέπει να νομίσουμε ότι υπήρχε και αντιστεκόταν προς την κάθοδο του Θεού το τείχος και ότι κατεβαίνοντας ο Θεός το εγκρέμισε με τη δυναμή Του.Γιατι το μέσο με το οποίο έκρινε καλό να καταλύση αυτό το φραγμό δεν υπήρχε, αφού o ίδιος δεν είχε ακόμη κατέλθει. Και εννοώ ασφαλώς το αίμα και το πάθος, γιατί με αυτό μόνο τον τρόπο έπρεπε να νικιέται η αμαρτία, αφού ακόμη και σε εκείνους που ζούσαν στην εποχή του μωσαϊκού νόμου -και στους οποίους προεικονιζόταν η χάρη- λέγει η Γραφή ότι «χωρίς να χυθή αίμα, δεν μπορούσε να υπάρξη άφεση αμαρτιών». 

    Εξ άλλου ποιος δεν αναγνωρίζει ότι οι κρίσεις του Θεού για την Παρθένο αποδεικνύουν πως ήταν αμέτοχη στην παραμικρή αμαρτία; Γιατί ο ίδιος ο Κριτής, που "δεν κρίνει με προσωποληψία", κρίνοντας και την κοινή μητέρα όλων των ανθρώπων (τήν Εύα) και την Παρθένο, την Εύα, που αμάρτησε, ετιμώρησε επιτρέποντας να ζη με λύπη, ενώ την Παρθένο αξίωσε να χαίρη. Αφού λοιπόν η λύπη αρμόζει στους αμαρτωλούς, αυτοί στους οποίους αρμόζει η χαρά είναι φανερό ότι δεν έχουν τίποτε το κοινό με την αμαρτία. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο πριν από την Παρθένο σε κανέναν απολύτως άλλον άνθρωπο μέσα στους αιώνες δεν απηύθυνε ο Θεός το "χαίρε", αφού όλοι ήσαν ακόμη υπόδικοι και μέτοχοι της παλαιάς, κακότυχης κληρονομιάς. 

    Αλλά αυτό γίνεται φανερό και σ' εκείνους που εξετάζουν την προετοιμασία της Παρθένου για τη διακονία του μυστηρίου. Όταν Εκείνη ρώτησε για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιόταν η παράδοξη γέννηση και τι αλλοίωση έπρεπε να υποστή ώστε να κυοφορήση και να γεννήση το Θεό, ο Γαβριήλ απαντώντας μίλησε γιά το Άγιο Πνεύμα και τη δύναμη του Υψίστου και άλλα σχετικά. Πουθενά όμως στην χαρμόσυνη αγγελία του Αγγέλου δεν έγινε λόγος για απαλλαγή από ενοχή και για άφεση αμαρτιών. Εν τούτοις, αυτή η προετοιμασία θα χρειαζόταν ασφαλώς πριν από οποιεσδήποτε τυχόν άλλες. Γιατί, αφού ο Ησαΐας, όταν επρόκειτο να σταλή σαν απλός προάγγελος του αγνώστου ως τότε μυστηρίου (της Σαρκώσεως), είχε ανάγκη καθάρσεως και μάλιστα με φωτιά, το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε καμμιά κάθαρση από εκείνη που, όταν έφθασε ο καιρός, χρειάσθηκε να διακονήση στην πραγματοποίηση του μυστηρίου -κι αυτό όχι μόνο με τη γλώσσα, αλλά προσφέροντας και την ψυχή και το σώμα και όλη την ύπαρξή της- δεν φανερώνει αυτό σαφέστατα ότι δεν είχε τίποτε που έπρεπε να αποβάλη; Αν δε υπάρχουν μερικοί από τους ιερούς διδασκάλους που υποστηρίζουν ότι η Παρθένος καθαρίσθηκε από το Άγιο Πνεύμα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι λέγοντας κάθαρση εννοούν την προσθήκη χαρισμάτων, άφου οι ίδιοι λένε ότι κατά τον ίδιο τρόπο καθαρίζονται και οι Άγγελοι, στούς οποίους βέβαια δεν υπάρχει τίποτε το κακό. 

    Αυτή δε ακριβώς την ίδια μαρτυρία φαίνεται ότι ήθελε να δώση ο Σωτήρας για τη μητέρα Του μετά τη μυστηριώδη γέννηση όταν σε δημόσια συνάθροιση είπε ότι «μητέρα μου και αδελφοί μου είναι όσοι ακούνε το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν». Αυτά τα είπε θέλοντας να κοσμήση όχι τόσο εκείνους, όσο τη μητέρα Του. Γιατί κοσμείται βέβαια η μητέρα, όταν τονίζεται ότι εκείνα που κάνουν τους ανθρώπους άξιους να ονομάζωνται "μητέρα και αδελφοί" Του είναι η φροντίδα για την τήρηση του θείον νόμου. Πράγματι, το γεγονός ότι την Παρθένο δεν την τίμησε απλώς με το όνομα της μητέρας ούτε την αποκάλεσε μόνο, αλλά την είχε αληθινά μητέρα, φανερώνει καθαρά ότι αυτή είχε ξεπεράσει κάθε κορυφή αγιότητος. 

    Γιατί, αν αναγνώριζε σαν ακριβείς φύλακες του νόμου όσους τίμησε απλώς με το όνομα, δεν έκαμε έτσι ολοφάνερο ότι σ' εκείνη, στην οποία έδωκε και τήν πραγματικότητα, σ'εκείνη δηλαδή που υπήρξε αληθινά μητέρα Του, δεν βρήκε ποτέ και σε καμμιά περίπτωση κάτι που να μην αρμόζη στα θελήματα και τους νόμους Του; Φανέρωσε αντίθετα ότι αναγνώρισε στην Παρθένο αρετή που τόσο ξεπερνάει κάθε ανθρώπινο μέτρο, όσο το να είναι κανείς πραγματικά κάτι, από το να ονομάζεται απλώς, όσο δηλαδή η πραγματικότητα βρίσκεται πέρα από τα ονόματα. Γιατί, όπως δεν υπήρχε τρόπος να γεννήση το Χριστό καλύτερα από ό,τι Τον γέννησε ούτε να γίνη κατά τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του από ό,τι έγινε, αλλά έφθασε στη σχέση της προς αυτόν στο ακρότατο όριο γνησιότητος, έτσι δεν ήταν δυνατόν να φθάση και σε μεγαλύτερο μέτρο αρετής από εκείνο με το οποίο έζησε όλη τη ζωή της. 

    11. Αλλά και το εξής είναι σημείο φανερό ότι η μακαρία Παρθένος ήταν απαλλαγμένη από κάθε κακία: το ότι είχε εισέλθει στο αγιώτατο τμήμα του Ναού, τα Άγια των Αγίων που ήσαν άβατα και για τον ίδιο τον Αρχιερέα, αν προηγουμένως δεν είχε καθαρισθή από κάθε αμαρτία, με τον τρόπο βέβαια που ήταν δυνατόν να καθαρίζωνται τότε οι αμαρτίες. Γιατί με το ότι δεν είχε ανάγκη για εξιλαστήριες θυσίες και άλλους καθαρισμούς απέδειξε ότι δεν είχε τίποτε για να καθαρίση. Kαι δεν εισήλθε απλώς στα Άγια των Αγίων με αυτόν τον τόσο παράδοξο τρόπο, αλλά και κατοίκησε εκεί από βρέφος μέχρι την νεανική της ηλικία. Δεν υπήρξε έτσι ανάγκη για καθαρτήριες θυσίες ούτε κατά τη γέννηση ούτε κατά την ανάπτυξή της. Και το εκπληκτικό είναι ότι και στούς ανθρώπους που ζούσαν εκείνα τα χρόνια δεν φαινόταν να αντιβαίνη σε κανέναν από τους ιερούς θεσμούς αυτό το πράγμα, το να φρίττη δηλαδή και να τρέμη ο Αρχιερεύς να διασχίση την είσοδο, κι αυτό μια φορά το χρόνο και χωρίς να έχη παραλείψει τις εξιλαστήριες θυσίες, η δε Παρθένος να χρησιμοποιή τα Άγια των Αγίων σαν κατοικία Της και να τρώγη και να κοιμάται και να περνά εκεί ολόκληρη τη ζωή Της. Συμμετείχε λοιπόν η Παρθένος στα ανθρώπινα, αλλά κατά έναν τρόπο ανώτερο από τους άλλους ανθρώπους, αφού τα αναγκαία για την τροφή της δεν είχε ανάγκη να της τα προσφέρουν άνθρωποι, αλλά Άγγελος ετοίμαζε το τραπέζι της. Αποδεικνύεται λοιπόν το πόσο ήταν ανώτερη από κάθε ψόγο και καθαρώτερη από το να χρειάζεται τις καθαρτήριες τελετές του νόμου, πράγμα που ήταν φανερό στα μάτια όχι μόνο Εκείνου που βλέπει τα κρυφά, αλλά και των ανθρώπων. Τόσο η αρετή της ήταν μεγάλη και λαμπρή, ώστε να είναι αδύνατον να μείνη κρυμμένη. Και μολονότι η ηλικία της και το γένος της και η ζωή της δεν μπορούσαν να διακηρύξουν την αρετή της, και μάλιστα σε ανθρώπους που ήσαν ακόμη τυφλοί και βουτηγμένοι στο βαθύ σκοτάδι -αφού ο Ήλιος της δικαιοσύνης δεν είχε ακόμη φανή- τίποτε δεν εμπόδιζε το φως εκείνο της Παρθένου να λάμψη και το κάλλος της ψυχής της να κάμη, ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια, αισθητή στους τυφλούς την ακτίνα που είχε φθάσει στη γή. Και ήταν φυσικό. Γιατί τι μπορούσε να υπάρξη τόσο μεγάλο, ώστε να συγκαλύψη το μέγεθος της αρετής και της σωφροσύνης εκείνης, η οποία κατά τον προφήτη "εκάλυψε και αυτούς τους ουρανούς"; Γιατί εκείνη που ήταν τόσο ισχυρότερη από όλη την ανθρώπινη κακία, ώστε μεμιάς και ευκολώτατα να την εξαλείψη ολόκληρη, πώς ήταν δυνατό να συγκαλυφθή από την αχλύ της κακίας, όταν εμφανίσθηκε; 

    12. Γι' αυτό οι άνθρωποι που είχαν διακρίνει στην Παρθένο τα πιο μεγάλα και πιο θαυμαστά πράγματα, τέτοια που κανείς άλλος ποτέ δεν είχε, την τιμούσαν με ό,τι καλύτερο είχαν, προσφέροντάς της για κατοικία τον πιο ιερό χώρο που υπήρχε. Έτσι το χώρο εκείνο που είχαν ξεχωρίσει και είχαν αφιερώσει σαν δώρο όλης της γης αποκλειστικά στο Θεό, αυτόν έδωκαν σαν κατοικία και στην Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ότι ο ίδιος χώρος έπρεπε να είναι και ναός του Θεού και κατοικία της Παρθένου, γιατί έπρεπε με τα ίδια πράγματα να λατρεύεται ο Θεός και να τιμάται η Παρθένος ή μάλλον έπρεπε ο ίδιος οίκος που είχε μέσα του την Παρθένο να είναι και ναός του Θεού. 

    Ο δε Θεός που την εγνώριζε πολύ καλύτερα, σαν καρδιογνώστης που είναι, όπως εγνώριζε και όσα ήταν άξια η Παρθένος να λάβη από αυτόν -και όχι μόνο τα εγνώριζε, αλλά είχε και την δύναμη να τα δώση- την κοσμούσε με κάθετι που ήταν αληθινά άξιό Της. Έτσι, αφού την έβγαλε από τα ιερά εκείνα άβατα, την οδήγησε σε άλλη σκηνή φτιαγμένη όχι από νεφέλη ούτε από αγγελικά ή αρχαγγελικά φτερά ούτε από οτιδήποτε άλλο από τα κτιστά και δουλικά πράγματα, αλλά έγινε Αυτός ο ίδιος για την μακαρία σκηνή, αυτός "πού κατοικεί στο φως το απρόσιτο". Κι όπως ανήγγειλε ο ιερώτατος Γαβριήλ, την "επεσκίασεν η Δύναμις του Υψίστου, ο ίδιος ο Κύριος". Γιατί ο Θεός μόνο τον εαυτό του βρήκε ότι μπορούσε να γίνη σκηνή άξια σ' Εκείνη, που μόνη έγινε άξια για τον Θεό σκηνή. 

    13. Το ότι πάλι κατοίκησε στον άβατο εκείνο χώρο δεν είναι κάτι που τιμά την Παρθένο, αλλά μάλλον εκείνο το χώρο. Όπως ακριβώς και το παλαιό Πάσχα τιμάται από την προσθήκη της σφαγής εκείνης που συμβόλιζε, καί το βάπτισμα του Ιωάννου από το πνευματικό βάπτισμα και τα υπόλοιπα σύμβολα από τις αληθινές πραγματικότητες. Γιατί, αν άλλα σύμβολα συμβόλιζαν και οδηγούσαν σε άλλες πραγματικότητες, τα Άγια των Αγίων οδηγούσαν ασφαλώς στην παναγία Παρθένο. Το γεγονός πράγματι ότι η είσοδος στα Άγια των Αγίων επιτρεπόταν μόνο στον Αρχιερέα κι αυτό μια φορά το χρόνο κι ενώ είχε προηγουμένως καθαρισθή από τις αμαρτίες, υποδηλούσε την μυστηριώδη κυοφορία της Παρθένου, που έφερε μέσα της το μόνον αναμάρτητο, Εκείνον που με μια μόνη ιερουργία και μια φορά μέσα στους αιώνες εξάλειψε όλη την αμαρτία. Και το ότι πάλι τα Άγια των Αγίων ήσαν άβατα σε όλους τους ανθρώπους, εκτός από τον πιο ιερό από όλους, ήταν σημείο που φανέρωνε πως η μακαρία Παρθένος ουδέποτε έφερε στην ψυχή της κάτι που να μην ήταν εξ ολοκλήρου άγιο. Ηταν δε τόσο πολύ σεβαστός ο ναός, ακριβώς επειδή επρόκειτο να δεχθή μέσα του Εκείνη, αφού τίποτε άλλο από αυτά που υπήρχαν μέσα του δεν ήταν δυνατόν να του δώση αυτή τη μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι από αυτά δεν ήταν τόσο πολύτιμο, ώστε η αξία του να το κάνη απρόσιτο στους πολλούς. Αφού το μάννα ήταν δυνατόν και στα χέρια τους να το κρατήσουν όλοι οι άνθρωποι και στο σπίτι τους να το πάρουν και να τραφούν με αυτό. Και η ράβδος τίποτε το ιερώτερο δεν είχε από τους ιερείς που την κρατούσαν και για χάρη των οποίων πέταξε βλαστούς μρ φύλλα. Τέλος κι από τις πλάκες, τις πολυτιμότερες απ' όλες, αυτές που περιείχαν το νόμο, όλοι μπορούσαν να τις κρατήσουν στά χέρια. Τι λοιπόν πρέπει να θεωρήσουμε ότι τιμούσε τόσο πολύ εκείνον το χώρο, αν όχι oι προεικονίσεις της Πανάγνου, το ότι δηλαδή όλα τα πράγματα που βρίσκονταν εκεί είχαν την αναφορά τους και οδηγούσαν σ' Εκείνη; Γι'αυτόν ακριβώς το λόγο, ενώ ήταν απροσπέλαστος σ' όλους τους ανθρώπους, ήταν βατός γι' αυτήν. Kαι μόλις φάνηκε η Παρθένος, αμέσως κατήργησε το νόμο που ίσχυε από την αρχή, πράγμα που δείχνει αφ' ενός μεν ότι ο ναός δεν επέτρεπε την είσοδο σε κανέναν απ'οτους άλλους ανθρώπους, επειδή τιμούσε εκείνη και κρατούσε τον εαυτό του μόνο γι' αυτήν, αφ' ετέρου δε ότι ήταν τόσο πολύ ανώτερος από τους ανθρώπους και δεν δέχθηχε ποτέ ούτε το παραμικρό στοιχείο της ανθρώπινης μικρότητος. Κι αυτό έγινε για να γνωρίσουμε ότι, αν ο χώρος που εικόνιζε την Παρθένο τόσο πολύ απείχε από όλους και δεν είχε, για να το πούμε έτσι, τίποτε το κοινό με τους ανθρώπους και την οικουμένη, τι πρέπει να σκεφθούμε για τις ίδιες τις πραγματικότητες, αφού βέβαια είναι δυνατόν από το μέτρο των μικροτέρων πραγμάτων να γνωρίζουμε το ύψος και την αξία των πιο μεγάλων; 

    14. Γιατί, όπως ακριβώς αυτά τα ίδια τα σώματα με την ύπαρξή τους εμφανίζουν και διασφαλίζουν μέσα στη σκιά την περιγραφή και το σχήμα των σωμάτων τα οποία περιγράφονται, κατά τον ίδιο τρόπο το γεγονός ότι η Παρθένος αποχωρίσθηχε από όλα τα ανθρώπινα πράγματα και αφού προήλθε από τη γη δεν είχε στη συνέχεια τίποτε να πάρη από αυτήν, αλλά κράτησε απρόσβλητη τη βούλησή της από κάθε κακία, συμβολιζόταν σαν με κάποιο ασαφές και αμυδρό σύμβολο από τα Άγια των Αγίων. Κι αυτό είναι φυσικό επακόλουθο και συμβαδίζει και με τη λογική των πραγμάτων και με τη φυσική τάξη. Γιατί ήταν ανάγκη κάποιος άνθρωπος να αποδειχθή ανώτερος από κάθε αμαρτία χρησιμοποιώντας την προθυμία του λογισμού και τη δύναμη του ίδιου του εαυτού του, χωρίς να έχη λάβη το δώρο να είναι μητέρα του αναμάρτητου, πριν δηλαδή ακόμη αποκτήση συγγένεια με Εκείνον. Κι αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτα πρώτα επειδή ήταν ανάγκη η ανθρώπινη φύση να φανερωθή τέτοια που πλάσθηκε, για να προξενήση στον τεχνίτη την τιμή και την δόξα που του έπρεπε. Γιατί βέβαια ούτε στο γενάρχη ούτε στους απογόνους του ήταν δυνατόν να βρη κανείς ακέραιο τον άνθρωπο, αφoύ όλοι ήταν διεφθαρμένοι από την αμαρτία. Ο δεύτερος πάλι Αδάμ, με το να είναι και Θεός κατά φύση, δεν παρουσίασε τη δεύτερη φύση του, τη δική μας έτσι, ώστε να είναι μόνη της ορατή. Γιατί δεν είχε προς την αμαρτία τη σχέση που έπρεπε να έχη ο άνθρωπος σ' αυτή τη ζωή. Δεν διάλεξε, έχοντας ροπή και προς τα δύο, από το κακό το καλό ούτε έτρεξε προς το καλό, ενώ μπορούσε να γίνη κακός, αλλ' ούτε ήταν βέβαια ποτέ δυνατό Αυτός να αμαρτήση. Έπρεπε λοιπόν να φανή εκείνος που, ενώ μπορούσε να αμαρτήση, δεν αμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας έτσι πώς ήθελε ο Θεός να είναι ο άνθρωπος σ' αυτή τη ζωή. Γιατί διαφορετικά, αν δηλαδή η φύση δεν εύρισκε στο πρόσωπο κανενός ανθρώπου τη μορφή για την οποία ο δημιουργός την είχε πλάσει, θα αποδεικνυόταν μάταιη η επιδεξιότης του δημιουργού κι αυτό στο καλύτερο από τα έργα του. Έπειτα, πώς είναι λογικό να μην τηρηθή κάποτε στην πληρότητά του ο νόμος του Θεού, αλλά να υπάρχη περίπτωση να νομοθετή άσκοπα ο σοφός, χωρίς να πρόκειται να υπάρξη κανένας που θα ακολουθήση όλους τους νόμους, και να διατάσση πράγματα στα οποία κανένας δεν πρόκειται να πειθαρχήση και να ομιλή χωρίς να βρίσκη κανέναν που να θέλη να τον ακούση κι έτσι αυτός, που είναι σε όλα τα σημεία ευτυχής, εδώ να μην είναι; 

    15. Εκείνο λοιπόν το οποίο ήταν από κάθε άποψη αναγκαίο να συμβή, το να υπάρξη δηλαδή ένας κατά πάντα συνεπής εκτελεστής των θείων διαταγμάτων, ένας άνθρωπος καθαρός από κάθε αμαρτία, ποιος άλλος παρά ο άριστος μπορούσε να τον ενσαρκώση; Και άριστη υπήρξε κατά την κρίση του Θεού η μακαρία Παρθένος, εκείνη την οποία διάλεξε ο ίδιος σαν ναό για τον εαυτό Του, προτιμώντας την από ολόκληρη την οικουμένη. Αφού λοιπόν ήταν απόλυτη ανάγκη να φανερώση κάποιος άνθρωπος με σαφήνεια την ανθρώπινη φύση τέτοια που είναι πράγματι και oι άλλοι όλοι υστέρησαν στο να το επιτύχουν, δεν απόμενε παρά να το κατορθώση η Παρθένος. Όπως λοιπόν είπα πιο πάνω, ο Θεός έβαλε μέσα μας δύναμη να νικάμε την αμαρτία αγρυπνώντας και πολεμώντας, κι Αυτός θα μας κοσμούσε, όταν θα είχαμε νικήσει, και με το να μας καταστήση εντελώς ακίνητους στο αγαθό. Αυτά και τα δύο τα έφερε στην ανθρώπινη φύση μόνη η Παρθένος. Το πρώτο με εκείνα πού κατώρθωσε αυτή η ίδια στον εαυτό της, το δεύτερο με Εκείνον του οποίου υπήρξε μητέρα. 

    Γιατί διά της Παρθένου απέδειξε ο άνθρωπος ολοφάνερα και πάνω στην πράξη τη δύναμη που υπήρχε μέσα του εναντίον της αμαρτίας. Η Παρθένος παρέμεινε πράγματι από την αρχή ως το τέλος της ζωής της ανέπαφη από κάθε κακία χάρις στην άγρυπνη προσοχή της, στη σταθερή θέλησή της και στη μεγαλειώδη σωφροσύνη της. Ενώ στο Χριστό, που γεννήθηκε από αυτή κατά τρόπο ανέκφραστο έλαβε ο άνθρωπος και το βραβείο. Ο Χριστός ήταν αναμάρτητος χωρίς να χρειασθή να αγωνισθή και να νικήση, ήρθε στη ζωή στεφανωμένος σαν ηγεμόνας που παρουσιάζεται στους αντιπάλους του στολισμένος, πριν ακόμη αρχίση η μάχη, με τα τρόπαια της νίκης. Δεν κρατησε ανέπαφη από κάθε κακό τη θέλησή του αγρυπνώντας, σαν να υπήρχε και περίπτωση να δεχθή την αμαρτία, αλλά η θέλησή του ήταν από την αρχή εντελώς αμόλυντη και ανεπίδεκτη κάθε κακίας, όπως έλαβε από τον τάφο ζωντανό το σώμα του πέρα από κάθε φθορά. Έτσι, με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το γένος μας, συμβάδιζε και η ποιότης των δώρων που μας έδινε ο Θεός. Η μια γέννησε την άλλη, το να γίνη δηλαδή ο άνθρωπος αναμάρτητος με τους αγώνες του έφερε το δώρο του να έχη εντελώς ακίνητο μέσα του το αγαθό. 

    16. Έτσι την πρώτη καθαρότητα έδωσε στη φύση με την πρόοδό της η μητέρα. Και ο Υιός έδωσε τη δεύτερη και καλύτερη. Κι αυτό αρμόζει βέβαια να συμβή σε μια μακάρια μητέρα, το να ευοδοθή δηλαδή κάθετι που αφορά τον υιό της, να νικηθή η ίδια από την αρετή του παιδιού της και να κατορθώση δι' αυτού μεγαλύτερα κατορθώματα και να δοξασθή περισσότερο χάρις σ' αυτόν παρά χάρις στον εαυτό της. Φανέρωσε έτσι σ' αυτόν τον κόσμο, σαν στον παράδεισο, καθαρό κι ολόκληρο τον άνθρωπο, τέτοιον που πλάσθηκε στην αρχή και τέτοιον που έπρεπε να μείνη και τέτοιον που θα ήταν στη συνέχεια, αν αγωνιζόταν για την ευγένειά του. Γιατί, αφού έπρεπε η ανθρώπινη φύση να συναντηθή με τη θεία και να ενωθή μαζί της τόσο στενά, ώστε να υπάρχη και στις δύο η ίδια υπόσταση, ήταν προηγουμένως ανάγκη να φανερωθή η κάθε μια αμιγής. Και ο Θεος βέβαια φανερώθηκε όπως ήταν δυνατόν σ'αυτόν να φανερωθή, ενώ τον άνθρωπο τον φανέρωσε μόνη η Παρθένος. Κι έτσι ο Ιησούς, που ήταν Θεός και έγινε και άνθρωπος, παρουσιάσθηκε αφού προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά η κάθε μια από τις δύο του φύσεις. Όπως ακριβώς, αφού πρώτα έπλασε ο Θεός το νοητό κόσμο, στη συνέχεια εδημιούργησε τον αισθητό και σε τρίτη φάση έκτισε αυτόν που αποτελείται και από τα δύο, τον άνθρωπο, έτσι ο μεν Θεός υπήρχε από την αρχή, ο δε άνθρωπος εμφανίσθηκε μόλις στο τέλος των αιώνων, στις έσχατες δε αυτές ημέρες παρουσιάσθηκε ο Θεάνθρωπος. Kαι μου φαίνεται ότι, αν o Θεός στο τέλος μόλις των αιώνων ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση κι όχι από παλαιότερα, συνέβη αυτό, γιατί δεν είχε ως τότε ακόμη υπάρξει η ανθρώπινη φύση κατά τρόπο αληθινό, αλλά για πρώτη φορά την εποχή αυτή εμφανίσθηκε. 

    17. Έτσι η Πανάμωμη δεν εδημιούργησε τον άνθρωπο, αλλά τον βρήκε συντετριμμένο· ούτε πάλι μας έδωσε τη φύση, αλλά τη συνετήρησε· ούτε μας έπλασε αυτή, αλλά πρόσφερε εκείνα με τα οποία αναπλασθήκαμε. Έγινε έτσι βοηθός του πλάστη, το άγαλμα συνεργάσθηκε με τον τεχνίτη. Αυτή ξανάδωκε στο άγαλμα ό,τι είχε προηγουμένως κι εκείνος πρόσθεσε αυτό που δεν είχε. Και δεν θα πρόσθετε βέβαια εκείνος αυτό που έλειπε, αν δεν εύρισκε αυτό που υπήρχε, πάνω στο οποίο έπρεπε να προσθέση το δεύτερο. Στον Αδάμ από όλα τα άλλα ζώα του Παραδείσου μόνη βοηθός ήταν η Εύα. Και το Θεό, για να φανερώση τη χρηστότητά Του, μόνη από όλα τα όντα τον εβοήθησε η Παρθένος. Γιατί τίποτε άλλο δεν μετείχε στη φύση του Αδάμ εκτός από την Εύα, και τίποτε επομένως δεν μπορούσε να λάβη μέρος στις πράξεις του. Αλλά και καμμιά από τις υπόλοιπες υπάρξεις δεν συμμετείχε τόσο στη χρηστότητα του Θεού, όσο η Παρθένος· έτσι κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον βοηθήση. Γιατί βέβαια και ο καλύτερος τεχνίτης φθάνει στο σκοπό του και γίνεται φανερός, ότι είναι άριστος, αν βρη το κατάλληλο όργανo που τον εξυπηρετεί στην πραγματοποίηση της τέχνης του. Ο Θεός όμως δεν βρήκε απλώς ένα όργανο, που ταίριαζε κατά πάντα στο σκοπό του, αλλά ένα ικανώτατο συνεργάτη, τη μακαρία Παρθένο, κι έτσι φανέρωσε τον εαυτό του. Kαι όλο τον άλλο καιρό παρέμενε, για να το πούμε έτσι, κατά το μεγαλύτερο μέρος αθέατος, αφού δεν υπήρχε κανείς για να τον φανερώση. Μόλις όμως υπήρξε η Παρθένος, έγινε και αυτός εντελώς φανερός. Γιατί, όπως ακριβώς από όλα τα σώματα μόνον διά μέσου του αέρος βλέπουμε καθαρά τον ήλιο -επειδή ο αέρας δεν βάζει μαζί με το φως τίποτε το δικό του μπροστά στα μάτια μας- κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνη τίποτε άλλο δεν είχε εκτός από καθαρότητα και από ό,τι ήταν κατ' εξοχήν συγγενικό προς το πρώτο φως. 

    18. Γι' αυτό πανηγυρίζοντας με ευφροσύνη απέραντη φθάνουμε λαμπροί και με τρόπο λαμπρό σ'αυτή την ημέρα, κατά την οποία όλα αυτά έλαβαν την αρχή τους. Στην ημέρα που γεννήθηκε όχι απλώς η Παρθένος, αλλά μάλλον η οικουμένη ολόκληρη, που πρώτη και μόνη είδε τον αληθινό άνθρωπο, από τον οποίο επήγασε για όλους η δυνατότης να γίνουν επίσης αληθινοί άνθρωποι. Σήμερα η γη έδωκε καθαρά τον καρπό της, ενώ όλο τον άλλο καιρό έδινε καρπούς γεμάτους από αγκάθια και τριβόλια, από τη συγκομιδή αυτή που προερχόταν από την αμαρτία. Σήμερα ο ουρανός κατάλαβε πώς δεν οικοδομήθηκε άσκοπα, αφού αυτός για τον οποίον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, αφού ο ήλιος είδε εκείνο, που, για να το βλέπη, έλαβε το φως. Σήμερα ολόκληρη η κτίση ένοιωσε τον εαυτό της καλύτερο και λαμπρότερο, αφού ελαμψε το κοινό στολίδι του σύμπαντος. Σήμερα "όλoι οι Άγγελοι του Θεού έψαλαν με φωνή κραταιή ύμνους και εγκώμια στον Κύριό τους", τόσο περισσότερο από τότε που στόλιζε τον ουρανό με το στεφάνι των αστέρων, όσο Αυτή που ανατέλλει σήμερα είναι υψηλότερη, και λαμπρότερη από κάθε αστέρι και για ολόκληρο τον κόσμο ωφελιμώτερη. Σήμερα η τυφλωμένη φύση των ανθρώπων έλαβε διεισδυτικο οφθαλμό, την Παρθένο, δια του οποίου έφθασε να ιδή τα μεγαλεία αυτής εδώ της ημέρας. Γιατί, όπως αργότερα τον εκ γενετής τυφλό, έτσι όταν συνάντησε ο Θεός την ανθρώπινη φύση να περιπλανιέται σκοντάφτοντας την ελέησε και της έδωσε τον αξιοθαύμαστο αυτό οφθαλμό. Kαι είδε ο άνθρωπος αυτά που "διά μέσου πολλών προφητών και βασιλέων επεθύμησε να ιδή από μακριά, αλλά δεν μπόρεσε". Γιατί, όπως μέσα σ' ένα σώμα υπάρχουν πολλά μέρη και μέλη, κανένα όμως εκτός από το μάτι δεν έχει δημιουργηθή για να βλέπη τον ήλιο, έτσι από όλους τους ανθρώπους που υπήρξαν ποτέ μόνο στην Παρθένο δόθηκε απόλυτα το αληθινό Φώς και διά μέσου αυτής δόθηκε σε όλους. 

    Μια ακατάπαυστη λοιπόν υμνωδία προσφέρεται σ'Αυτή και από τις δύο κτίσεις. Με μια φωνή όλες oι γλώσσες ψάλλουν τα δικά της μεγαλεία κι είναι ασίγητοι υμνωδοί της Μητέρας του Θεού όλοι oι άνθρωποι κι όλοι οι χοροί των Αγγέλων. Καταθέτουμε λοιπόν και εμείς, ψάλλοντας, στην κοινή εισφορά αυτά που μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχώς και από αυτά που οφείλαμε και έπρεπε να είμαστε πρόθυμοι να προσφέρουμε, αλλά και από αυτά που προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλά είναι αυτά που οφείλουμε. Αλλά σ' Εσένα και στη δική σου φιλανθρωπία ανήκει, Πολυύμνητη, να μη σταθμίσης τη χάρη που θα μας δώσης σε τίποτε δικό μας, αλλά στη δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι όπως Εσύ, αφού εξαιρέθηκες από το κοινό γένος κι έγινες δώρο στο Θεό, εκόσμησες έπειτα όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, έτσι και σ'εμάς, αντί γι' αυτούς εδώ τους λόγους που σου προσφέρουμε, αγίασε το θησαυροφυλάκιο των λόγων, την καρδιά μας, κι ανάδειξε τη χώρα της ψυχής άγονη για κάθε κακό με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του μονογενούς σου Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίον αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχό Του Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν".

    ΠΗΓΗ : ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Η ΘΕΟΜΗΤΩΡ (Τρεις Θεομητορικές ομιλίες), κείμενο-μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Π. Νέλλας, εκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ, ΑΘΗΝΑ 1995.