"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Ο ΑΠΛΟΪΚΟΣ ΚΑΙ ΑΜΑΘΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ


Ο αββάς Δανιήλ ο Φαρανίτης διηγήθηκε ότι  ο αββάς Αρσένιος είπε για κάποιον μοναχό της  Σκήτης τα εξής :

Ο μοναχός αυτός ήταν σπουδαίος στην πρακτική  άσκηση  (νηστεία, αγρυπνία,  προσευχή, ψαλμωδία, υπακοή, τήρηση των εντολών, σωματικό κόπο κλπ)  αλλά απλοϊκός στην πίστη και από αμάθεια έσφαλλε λέγοντας: « Ο άρτος που παίρνουμε στη θεία κοινωνία δεν είναι αληθινά σώμα Χριστού αλλά σύμβολό του». Δύο γέροντες άκουσαν ότι λέει αυτό το πράγμα και, επειδή γνώριζαν ότι ήταν σπουδαίος  ως προς τον τρόπο της ζωής του, σκέφτηκαν ότι το λέει από ακακία και απλοϊκότητα. Τον επισκέφτηκαν λοιπόν και του είπαν: «Αββά, ακούσαμε για κάποιον κάτι απίστευτο, ότι δηλαδή  λέει πως ο άρτος που μεταλαβαίνουμε δεν είναι αληθινά σώμα  Χριστού, αλλά είναι σύμβολο».

Ο γέροντας αποκρίθηκε : « Εγώ είμαι που το λέω αυτό». Εκείνοι τον παρακαλούσαν και του έλεγαν : «Μην πιστεύεις έτσι, αββά, αλλά όπως παρέδωσε όλη η Εκκλησία. Εμείς δηλαδή πιστεύουμε ότι ο άρτος αυτός είναι σώμα του Χριστού και το άγιο ποτήριο είναι το ίδιο το αίμα του Χριστού, στ’ αλήθεια και όχι συμβολικά. Όπως ο Θεός στην αρχή πήρε χώμα από τη γη και έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του και κανείς δε μπορεί να πει ότι δεν είναι εικόνα του Θεού, αν και ο νους δε μπορεί να το κατανοήσει, έτσι και ο άρτος αυτός, για τον οποίο ο Κύριος είπε « είναι σώμα μου», πιστεύουμε ότι αληθινά είναι σώμα Χριστού». «Αν δεν πειστώ από τα πράγματα, δεν βεβαιώνομαι», είπε ο γέροντας και εκείνοι του απάντησαν: «Ας προσευχηθούμε και να παρακαλέσουμε τον Θεό αυτή την εβδομάδα γι’  αυτό το μυστήριο και πιστεύουμε ότι ο Θεός θα μας φανερώσει την αλήθεια».

Ο γέροντας δέχτηκε με χαρά αυτή την πρόταση και παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι δεν απιστώ από κακία, αλλά για να μην πλανηθώ από άγνοια φανέρωσε μου την αλήθεια, Κύριε Ιησού Χριστέ». Και οι γέροντες αφού πήγαν στα κελλιά τους, παρακαλούσαν κι αυτοί τον Θεό λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, φανέρωσε στον γέροντα  αυτό το μυστήριο, για να πιστέψει και να μη χάσει τον κόπο του». Και ο Θεός άκουσε και αυτούς και εκείνον.

Όταν συμπληρώθηκε η εβδομάδα, πήγαν την Κυριακή στην εκκλησία και στάθηκαν οι τρεις μαζί, μόνοι τους, σε ένα στρωσίδι, και ο γέροντας ήταν στη μέση. Ανοίχτηκαν τότε τα μάτια τους και όταν τοποθετήθηκε ο άρτος στην αγία τράπεζα, αυτοί μόνο οι τρεις τον έβλεπαν ως ένα παιδί. Στη συνέχεια, μόλις ο ιερέας άπλωσε το χέρι για να κόψει τον άρτο σε κομμάτια, κατέβηκε από τον ουρανό άγγελος Κυρίου έχοντας μαχαίρι, έσφαξε το παιδί και άδειασε το αίμα του στο άγιο ποτήριο. Και όταν ο ιερέας έκοβε τον άρτο σε μικρά κομμάτια και ο άγγελος έκοβε μικρά κομμάτια από το παιδί.

Όταν  πλησίασαν  να  κοινωνήσουν  τα  άγια μυστήρια, δόθηκε μόνο στον γέροντα κρέας ματωμένο. Βλέποντάς το, φοβήθηκε και φώναξε: «Πιστεύω, Κύριε, ότι ο άρτος είναι σώμα σου και το ποτήριο είναι αίμα σου». Αμέσως το κρέας που ήταν στο χέρι του (γιατί την εποχή εκείνη οι πιστοί, σύμφωνα με την αρχαία τάξη της Εκκλησίας, μεταλάμβαναν χωριστά το σώμα και το αίμα του Κυρίου) έγινε άρτος, όπως είναι κατά το μυστήριο, και μετέλαβε ευχαριστώντας τον Θεό.

Του είπαν έπειτα οι γέροντες: «Ο Θεός ξέρει τη φύση του ανθρώπου, ότι δηλαδή αυτός δε μπορεί να φάει κρέατα ωμά και γι’ αυτό μετέβαλε το σώμα του σε άρτο και το αίμα του σε οίνο γι’ αυτούς που τα δέχονται με πίστη». Και ευχαρίστησαν τον Θεό για τον γέροντα, γιατί δεν άφησε να χαθούν οι κόποι του, και πήγαν με χαρά στα κελλιά τους.

ΠΗΓΗ : "ΘΑΒΩΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ", εκδ. Ι. Ν. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ - Ι. M. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, τευχ. 34, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ2014, σ. 10.


Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Νέα Γνωμοδότηση: Ποινικὸ ἀδίκημα διαπράττουν οἱ Θεολόγοι καθηγητὲς ποὺ ἐφαρμόζουν στὸ σχολεῖο τὰ νέα Προγράμματα Σπουδῶν γιὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν



Καὶ δεύτερη Γνωμοδότηση γιὰ τὰ Θρησκευτικά, μετὰ ἀπο αυτὴ τοῦ κ. Ἀπόστολου Βλάχου, αὐτὴ τὴ φορὰ τοῦ κ. Γ. Κρίππα ὁποῖος, ἐνισχύοντας ἀκόμη περισσότερο τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ κ. Ἀπ. Βλάχου, ὑποστηρίζει ἐμφαντικὰ ὅτι οἱ Θεολόγοι καθηγητὲς ποὺ ἐφαρμόζουν στὸ σχολεῖο τὰ νέα Προγράμματα Σπουδῶν γιὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, διαπράττουν ποινικὸ ἀδίκημα (ἀξιόποινη πράξη).
Γνωμοδοτήσεις ποὺ μποροῦν νὰ ἐπικαλοῦνται οἱ Θεολόγοι καθηγητὲς σὲ ὅσους τοὺς ἀντιτείνουν τοὺς ἐκφοβίζουν ὅτι εἶναι παράνομοι ἂν δὲν ἐφαρμόζουν τὰ νέα Προγράμματα Σπουδῶν τοῦ κ. Φίλη καὶ τοῦ ΚΑΙΡΟΥ.
***
Ποιὰ ἐπιχειρήματα μποροῦν νὰ προβληθοῦν δικαιολογούντα τὴν ἄρνηση τῶν Θεολόγων Καθηγητῶν νὰ ἐφαρμόσουν τὸ καινούργιο Πρόγραμμα Σπουδών τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν



Ἀθήνα 12 Ὀκτωβρίου 2016
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Μοῦ ἐτέθησαν ἀπὸ τὴν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων (ΠΕΘ), τὰ κάτωθι ἐρωτήματα καὶ ἐζητήθη ἡ ἐπ' αὐτῶν ἐπιστημονική μου ἄποψη:
1) Ἡ νέα ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἡ εἰσαγομένη εἰς τὰ σχολεῖα διὰ τῆς ὑπ' ἀριθ. 143575/Δ2/2016 ἀποφάσεως τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας εἶναι σύμφωνη πρὸς τὸν νομὸ καὶ πρὸς τὸ Σύνταγμα;
2) Ἐν ἀρνητικὴ δὲ περιπτώσει (ἐὰν δηλ. εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸν νόμο καὶ πρὸς τὸ Σύνταγμα) οἱ καθηγηταὶ Θεολόγοι ποὺ καλοῦνται, νὰ τὴν διδάξουν, δικαιοῦνται (ἢ ὑποχρεοῦνται) νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἐφαρμογή της καὶ ἂν ναί, εἰς ποῖες διατάξεις θὰ στηριχθοῦν;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΩΣ ΑΝΩ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ
Ἡ διὰ τῆς ὡς ἄνω ὑπουργικῆς ἀποφάσεως εἰσαγομένη νέα ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ἀντίθετη καὶ πρὸς τὸν νόμο καὶ πρὸς τὸ Σύνταγμα κυρίως διὰ τοὺς κάτωθι λόγους:
α) Ὡς ὁμολογεῖται ρητῶς ὑπὸ τῆς ὑπηρεσίας ποὺ συνέταξε καὶ προώθησε τὴν ἐν λόγω ὕλη (ΙΕΠ = Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς), διὰ τῆς νέας τοιαύτης ὕλης ἐπιδιώκεται, ὁ μαθητὴς ὄχι νὰ διδαχθεῖ ἀμιγῶς θρησκευτικά, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον νὰ «προβληματισθεῖ», νὰ μὴν εἶναι «χειραγωγημένος» καὶ γενικῶς νὰ ὠθηθεῖ εἰς τὸ νὰ μεταβάλει (ἐνδεχομένως) θρησκεία. Διὰ τῆς πολιτικῆς ὅμως αὐτῆς εἶναι αὐτονόητον, ὅτι διενεργεῖται ἀξιόποινος προσηλυτισμός, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύεται καὶ τιμωρεῖται ποινικῶς ἀπὸ τὸν νόμο 1363/38 (ἄρθρα 4 καὶ 5 ὡς ἐτροποποιήθησαν μεταγενεστέρως) καὶ ἐπίσης ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸ ἄρθρον 13 § 2 τοῦ Συντάγματος (λεπτομερῶς καὶ ἀναλυτικῶς περὶ τούτου βλέπε Κρίππα, Κατὰ πόσον τὸ νέο πρόγραμμα σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν συνιστᾶ ἀξιόποινο πράξη, περιοδικὸ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 2014 σελ. 679 ἐπ.) Τὰ δεδομένα αὐτὰ ἐγνωστοποιήθησαν εἰς τὸ ὡς ἄνω ΙΕΠ καὶ δι' ἐξωδίκου δηλώσεως ἐπιδοθείσης εἰς αὐτὸ νομίμως καὶ ἐγκύρως τὴν 8ην Ἰουλίου 2014.

β) Ὡς πρὸς τὸ ποία πρέπει, νὰ εἶναι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ὁρίζεται ἀπὸ τὸ ἄρθρον 16 § 2 τοῦ Συντάγματος καὶ ἀπὸ τὸ εἰς ἐκτέλεση τῆς ἐν λόγω συνταγματικῆς διατάξεως ἐκδοθὲν ἄρθρον 1 τοῦ Ν. 1566/1985. Ἤτοι ἡ ὕλη τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς θρησκείας. Ἡ τελευταία δὲ αὐτὴ διάταξη ἐκδοθεῖσα εἰς ἐφαρμογὴν συνταγματικῆς ἐπιταγῆς δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε νὰ καταργηθεῖ οὔτε νὰ τροποποιηθεῖ. Ἐὰν δὲ καταργηθεῖ, θεωρεῖται ὡς ἰσχύουσα καὶ μὴ καταργηθεῖσα ὡς δέχεται καὶ ἡ θεωρία (Κρίππα, Νομοθετικὸ κενὸ συνταγματικῶς ἀνεπίτρεπτο καὶ ἐντεῦθεν ὑποχρεώσεις τῆς κρατικῆς διοικήσεως, εἰς «Χαριστήριον Σύμμεικτα πρὸς τιμὴν Γεωργίου Παπαχατζῆ, 1989 σελ. 335 ἐπ.) καὶ ἡ ad hoc νομολογία (Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν 10360/81 Ἀρχ. Νόμ. 33 σελ. 4.55. Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν 11650/80 Ἑλλ. Δὶκ 22 σελ. 444. Ἀρ. Πάγου 284/2004 Νόμ. Βῆμα 2005 σελ. 283 ἐπ. Ἀρ. Πάγου 1731/2002 Νόμ. Βῆμα 2003 σελ. 1225 ἐκ. Συμβ. Ἐπικρατείας 2056/2000 Διοικητικὴ Δίκη 13 σελ 87).

Ἑπομένως ἡ νέα ὕλη εἶναι καὶ παράνομη καὶ ἀντισυνταγματικὴ καὶ ἀξιόποινη, ὁπότε ἀνακύπτει κατ' ἀνάγκην τὸ ἑξῆς θέμα: Ὁ κρατικὸς λειτουργὸς πού θὰ κληθεῖ, νὰ ἐφαρμόσει τὴν προαναφερομένη ὑπουργικὴ ἀπόφαση 143575/Δ2/2016, ὑποχρεοῦται, νὰ τὴν ἐφαρμόσει ἢ δικαιοῦται νὰ ἀρνηθεῖ τὴν ἐφαρμογήν της;   Ἐπὶ τοῦ ἐν λόγω ἐρωτήματος ἡ ἄποψή μου εἶναι, ὅτι ὁ ἁρμόδιος κρατικὸς λειτουργὸς ὑποχρεοῦται, νὰ ἀρνηθεῖ τὴν ἐφαρμογήν της καὶ τοῦτο διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:

α) Κατ' ἄρθρον 25 § 3 τοῦ Ὑπαλληλικοῦ Κωδικὸς ὁ δημόσιος ὑπάλληλος ὑποχρεοῦται, νὰ μὴν ἐκτελέσει ἐντολήν, ἡ ὁποία τυγχάνει προδήλως ἀντισυνταγματικὴ ἢ παράνομη καὶ νὰ ἀναφέρει τὸ δεδομένο αὐτὸ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του. Ἡ παροῦσα δὲ περίπτωση (τῆς νέας ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν) εἶναι προδήλως ὄχι μόνον ἀντισυνταγματικὴ καὶ παράνομη ἀλλὰ καὶ ἀξιόποινη (διενέργεια προσηλυτισμοῦ). Τὸ «προδήλως» προκύπτει, ἐκ τοῦ ὅτι ἡ τοιαύτη ἐντολὴ ἀποτελεῖ προϊὸν παρανόμου, ἀντισυνταγματικῆς καὶ ἀξιοποίνου πράξεως ὄχι μόνον κατὰ τὴν πεποίθηση τοῦ ὑπαλλήλου ἀλλὰ κατὰ τὴν ἔγκυρη νομικὴ θεωρία.

Ἑπομένως τὸ θέμα αὐτὸ λύεται κατ' ἀρχὴν ἐκ τῶν ἐν λόγω δεδομένων. Ἐν συνέχεια ὅμως ἡ ἴδια ὡς ἄνω διάταξη (Ὑπαλληλικὸς Κῶδιξ ἀρθρ. 25 § 3) ἀναφέρει, ὅτι ἐὰν ἡ ὑπηρεσία τοῦ ὑπαλλήλου ποὺ ἔλαβε τὴν ἄρνησή του, νὰ ἐφαρμόσει κάποια διαταγὴ λόγω τοῦ ὅτι ἦταν προδήλως παράνομη ἢ ἀντισυνταγματική, ἐπανέλθει καὶ τοῦ δώσει δευτέραν ἐντολὴ ἐπισημαίνοντας ὅτι διὰ τὴν ἐκτέλεσή της συντρέχουν λόγοι γενικότερου συμφέροντος, τότε ὀφείλει, νὰ τὴν ἐκτελέσει. Ἐδῶ πρέπει, νὰ παρατηρήσουμε ὅμως ὅτι ἡ δεύτερη ἐντολὴ ὀφείλει, νὰ ἐκτελεσθεῖ μόνον ἐπὶ διαταγῆς προδήλως παρανόμου ἢ ἀντισυνταγματικής οχι ὅμως διαταγῆς «ἀξιοποίνου». Εἰς τὴν περίπτωσή μας ὅμως ἡ ἐν λόγω διάταξη δὲν ἐφαρμόζεται ἐπὶ διαταγῆς ἀξιοποίνου. Καὶ τοῦτο διὰ τρεῖς βασικοὺς λόγους:

1) Διότι θέμα ἀξιοποίνου διαταγῆς εἰς τὴν ὡς ἄνω διάταξη τοῦ Ὑπαλλ. Κωδικὸς δὲν ἀναφέρεται,  

2) Διότι τὸ ἄρθρον 37 § 2 τοῦ Κωδικὸς Ποινικῆς Δικονομίας ἐπιβάλλει εἰς τὸν δημόσιο ὑπάλληλο νὰ ἀναφέρει εἰς τὸν Εἰσαγγελέα πάσαν ἀξιόποινο πράξη, τῆς ὁποίας ἔλαβε γνώσει κατὰ τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του (ἄλλως ἡ διάταξη αὐτὴ θὰ ἀχρηστευόταν, ἐὰν ὁ δημόσιος ὑπάλληλος ὑπεχρεοῦτο νὰ διαπράττει ἀξιόποινες πράξεις καὶ νὰ μὴν τὶς καταγγέλλει)

καὶ 3) Διότι τὸ ἄρθρον 21 τοῦ Ποινικοῦ Κωδικὸς τιμωρεῖ ποινικῶς τὸν δημόσιο ὑπάλληλο διὰ πάσαν ἀξιόποινο πράξη καὶ δὲν τὸν ἀπαλλάσσει, ἐὰν ἐνήργησε ἐκτελῶν διαταγὴν ἀνωτέρου του. Τὸν ἀπαλλάσσει μόνον ἐὰν ὁ νόμος δὲν τοῦ ἐπιτρέπει, νὰ ἐλέγξει τὴν νομιμότητα τῆς διαταγῆς. Εἰς τὴν περίπτωσά μας (ἐκτέλεση τῆς ἐντολῆς ἀπὸ τὸν ὑπάλληλο, διδασκαλία πολυθρησκευτικοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καὶ ἄρα: διάπραξη ὑπ' αὐτοῦ τοῦ ἐγκλήματος τοῦ προσηλυτισμοῦ) κανένας νόμος δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ ἀπαγορεύει εἰς τὸν ὑπάλληλο, νὰ ἐλέγξει τὴν νομιμότητα τῆς ἐντολῆς (δηλ. τῆς ἐφαρμογὴ τῆς προαναφερομένης Ὑπουργικῆς ἀποφάσεως).

Τὸ δεδομένο αὐτὸ (ποινικὴ εὐθύνη τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου εἰς πάσαν περίπτωση, ἔστω καὶ ἐκτελοῦντος ἐντολὴν ἀνωτέρου του) τὸ ἀποδέχεται καὶ ἡ θεωρία (Βαβαρέτου-Καρρά, Ποινικὸς Κῶδιξ, Ε' ἔκδοση 1974 σελ. 97 καὶ 99 ἐπ. Κατσαντώνη, Ποινικὸν Δίκαιον Γενικὸν Μέρος, Α' Τὸ Ἄδικον, 1969 σελ. 155, Παπαδάκη. Ποινικὴ εὐθύνη καὶ ποινικὴ προστασία τῶν ὑπαλλήλων τοῦ Δημοσίου, τῶν Δήμων καὶ Κοινοτήτων καὶ τῶν ν.π.δ.δ., 1961 σελ. 158. Τούση-Γεωργίου, Ποινικὸς Κῶδιξ. Β' ἔκδ. 1958 σελ. 53 ἐπ., ὅπου ἀναφέρεται, ὅτι περιπτώσεις μὴ δυνατότητος ἐλέγχου τῆς νομιμότητας τῆς διαταγῆς τοῦ ἀνωτέρου ὑπάρχουν μόνον εἰς τοὺς χώρους τῆς στρατιωτικῆς καὶ τῆς ἀστυνομικῆς ὑπηρεσίας καὶ κυρίως ὅπου ὑπάρχει περίπτωση χρήσεως ὅπλων).

Π.χ. ἀπαγόρευση ἐλέγχου τῆς νομιμότητας μίας διαταγῆς προβλέπεται ἀπὸ τὸν Στρατιωτικὸ Ποινικὸ Κώδικα (Ν. 2287/1995 ἄρθρα 55 ἐπ.) καὶ μόνον διὰ ὁρισμένα στρατιωτικὰ ἀδικήματα καὶ ὄχι διὰ ὅλα (π.χ. παράβαση καὶ ἐκβίαση στρατιωτικῆς ἐντολῆς, ἄρθρον 55 κ.ο.κ ) 3) Ἄλλωστε τὸ ἄρθρον 21 τοῦ Ποινικοῦ Κωδικὸς εἶναι εἰδικὸν ἔναντι τοῦ ἄρθρου 25 τοῦ Ὑπαλληλικοῦ Κώδικος, καθὼς καὶ ἔναντι πάσης ἄλλης γενικοῦ χαρακτῆρος νομικῆς διατάξεως ἔναντι τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος, ὅπως εἶναι ἐκείνη τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ νόμου 2525/1997 ὁ ὁποῖος τροποποιεῖ τὸ νόμο 1566/1985, ὁπότε (τὸ ἄρθρο 21) ὑπερισχύει τοῦ τελευταίου βάσει τοῦ κανόνος, jus specialis derogate generalis.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ὁ καθηγητὴς Θεολόγος ἐφ' ὅσον θεωρεῖ, ὅτι ἡ προαναφερομένη ὑπουργικὴ ἀπόφαση εἶναι προδήλως παράνομη καὶ ἀντισυνταγματικὴ ὀφείλει, νὰ μὴν τὴν ἐφαρμόσει ἀναφερὼν τὸ δεδομένο αὐτὸ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του. Ἐὰν δὲ βάσει τοῦ ἰδίου ἄρθρου λάβει νέαν ἐντολή, νὰ τὴν ἐφαρμόσει τῇ ἐπικλήσει λόγων γενικότερου συμφέροντος, ὑποχρεοῦται, ἐπίσης νὰ μὴν τὴν ἐφαρμόσει, διότι ἡ περὶ ἢς ὁ λόγος ἐντολὴ τυγχάνει ἀξιόποινη καὶ ἡ διάταξη αὐτὴ τοῦ Ὑπαλληλικοῦ Κωδικὸς ἐφαρμόζεται μόνον ἐπὶ μὴ ἀξιοποίνων πράξεων καὶ ὄχι ἐπὶ ἀξιοποίνων καὶ μάλιστα ὅταν ἡ σχετικὴ διάταξη τοῦ Ποινικοῦ Κωδικὸς (ἄρθρον 21) ρητῶς ἀναφέρει, ὅτι ὁ δημόσιος ὑπάλληλος τιμωρεῖται ποινικῶς, ἀκόμη καὶ ἂν ἐκτελεῖ ἐντολὴν ἀνωτέρου του καὶ δὲν ἀπαλλάσσεται ἐκ τούτου σὲ καμμία περίπτωση, πλὴν τῆς περιπτώσεως, ποὺ ἀντίστοιχη διάταξη νόμου τοῦ ἀπαγορεύει, νὰ ἐλέγξει τὴν νομιμότητα τῆς διαταγῆς, ὁ λόγος ὁ ὁποῖος δὲν συντρέχει ἐν προκειμένω, καθ' ὅσον ἡ προαναφερομένη διάταξη τοῦ Ὑπαλληλικοῦ Κωδικὸς (ἄρθρον 25 § 3) ὄχι μόνον ἐπιτρέπει, ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλει εἰς τὸν δημόσιο ὑπάλληλο, νὰ ἐλέγχει τὴν νομιμότητα τῶν ἐντολῶν, ποὺ λαμβάνει.

Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ ὅταν ζητεῖται ἀπὸ τὸ δημόσιο ὑπάλληλο νὰ ἐκτελέσει, μὲ βάση τὸ ἄρθρο 7 τοῦ νόμου 2525/1997, τὸ ἀξιόποινο ἀδίκημα τοῦ προσηλυτισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στὴν προκειμένη περίπτωση καὶ αὐτὸ διότι οὐδόλως τοῦ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸν νόμο αὐτὸν (2525/1997), νὰ ἐλέγξει τὴ νομιμότητα ἢ ὄχι τῆς ἐντολῆς ποὺ τοῦ δίδεται πρὸς ἐκτέλεση.

Ὁ Γνωμοδοτῶν
Γεώργιος Ἠλ. Κρίππας
Διδάκτωρ Συνταγματικοῦ Δικαίου

Ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος τύπος» (ἀπὸ τὴ στήλη τῆς ΠΕΘ), ἀρ. φύλλου 2137, 28 Ὀκτωβρίου 2016

http://thriskeftika.blogspot.gr/2016/10/blog-post_409.html
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/10/blog-post_66.html


ΕΛΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ - ΑΒΒΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ


Ο ίδιος πάλι, ο αββάς Αρσένιος, διηγήθηκε κάποτε, δήθεν για κάποιον άλλον τα εξής :

Ένας γέροντας, καθώς καθόταν στο κελλί του, άκουσε μια φωνή να του λέει: «Έλα να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων». Σηκώθηκε και βγήκε. Τον πήγε τότε σε κάποιον τόπο και του έδειξε έναν Αιθίοπα που έκοβε ξύλα και τα έκανε φορτίο μεγάλο. Προσπαθούσε έπειτα να το σηκώσει, αλλά δε μπορούσε και αντί να βγάλει ξύλα από αυτό, έκοβε και άλλα και τα πρόσθετε στο φορτίο. Αυτό το έκανε πολλή ώρα. Προχωρώντας λίγο του έδειξε άλλον άνθρωπο να στέκεται επάνω σε ένα πηγάδι, να βγάζει νερό από αυτό και να το ρίχνει σε μια λεκάνη τρύπια που έχυνε το νερό πάλι στο πηγάδι. Έπειτα, του είπε: «Έλα να σου δείξω κάτι άλλο». Και είδε έναν ναό και δύο άντρες καθισμένους σε άλογα που κρατούσαν ένα ξύλο στο πλάτος, ο ένας δίπλα στον άλλο. Αυτοί ήθελαν να μπουν από την πύλη, αλλά δε μπορούσαν γιατί το ξύλο ήταν στο πλάτος. Και δεν ταπεινώθηκε ο ένας να πάει πίσω από τον άλλο, ώστε να φέρουν το ξύλο στην ευθεία και γι’ αυτό έμειναν έξω από την πύλη.

«Αυτοί», του εξήγησε, «είναι εκείνοι που σηκώνουν τον ζυγό της αρετής με υπερηφάνεια, και δεν ταπεινώθηκαν ώστε να διορθώσουν τον εαυτό τους και να βαδίσουν τον ταπεινό δρόμο του Χριστού. Γι’ αυτό και μένουν έξω από τη βασιλεία του Θεού. Εκείνος, πάλι, που κόβει τα ξύλα είναι άνθρωπος με πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει, προσθέτει  και  άλλες  ανομίες  επάνω  στις αμαρτίες του. Εκείνος, τέλος, που βγάζει το νερό είναι άνθρωπος που κάνει καλά έργα, αλλά επειδή σε αυτά είχε ανάμικτο το κακό, έχασε από αυτό και τα καλά του έργα. Κάθε άνθρωπος, λοιπόν, πρέπει να προσέχει άγρυπνα στα έργα του, για να μη πάει χαμένος ο κόπος του».  

ΠΗΓΗ : "ΘΑΒΩΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ", εκδ. Ι. Ν. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ - Ι. M. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, τευχ. 35, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014, σ. 10.